ἱματισμός
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
[ῑ], ὁ, clothing, apparel, Thphr.Char.23.8, Aen.Tact.31.15, SIG1015.35 (Halic., iii B.C.), PHib.1.54(iii B.C.), PCair.Zen.28.1 (iii B.C.), BCH6.24 (Delos, ii B.C.), Plb.11.9.2, Ev.Luc.7.25, Plu. Alex.39: εἱμ- PEleph.1.4(iv B.C.), IG5(1).1390.15 (Andania, i B.C.), etc.
German (Pape)
[Seite 1253] ὁ, Bekleidung; Pol. 6, 15, 4 Plut. Al. 39 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
vêtements, garde-robe.
Étymologie: ἱμάτιον.
Greek (Liddell-Scott)
ἱμᾰτισμός: ὁ, ἐνδυμασία, στολή, Θεοφρ. Χαρακτ. 6. 15, 4, κτλ.
English (Strong)
from ἱματίζω; clothing: apparel (X -led), array, raiment, vesture.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ ἱματισμός) ιματίζω
καθετί που χρησιμεύει για να ντύνεται ο άνθρωπος, ο ρουχισμός
νεοελλ.
στρ. το σύνολο τών στρατιωτικών ενδυμάτων που παρέχονται στον νεοσύλλεκτο.
Greek Monotonic
ἱμᾰτισμός: ὁ (ἱματίζω), ενδυμασία, στολή, σε Θεόφρ.
Russian (Dvoretsky)
ἱμᾰτισμός: (ῑμ) ὁ одежда, платья, одеяние Polyb., Plut., NT.
Middle Liddell
ἱμᾰτισμός, ὁ, ἱματίζω
clothing, apparel, Theophr.
Chinese
原文音譯:ƒmatismÒj 希馬提士摩士
詞類次數:名詞(6)
原文字根:衣服(著)
字義溯源:服裝,服飾,衣服,裏衣,華麗衣服;源自(ἱματίζω)=穿上服裝);而 (ἱματίζω)出自(ἱμάτιον)=衣裳), (ἱμάτιον)出自(ἔννομος)X*=穿著)。參讀 (ἔνδυμα)同義字參讀 (ἱμάτιον)同源字
出現次數:總共(6);太(1);路(2);約(1);徒(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 衣服(3) 路7:25; 路9:29; 徒20:33;
2) 裏衣(2) 太27:35; 約19:24;
3) 華麗衣服(1) 提前2:9