ἱεροποιός
παραγραμμίζω τὰ τῶν θεῶν ὀνόματα → miswrite the gods' names
English (LSJ)
ὁ, (ποιέω) A overseer of temples and sacred rites, title of magistrates at Athens and elsewhere, IG12.5, al., D.4.26, Arist.Pol.1322b24, Ath.54.6, Decr.ib.30.2, IG12(8).264 (Thasos, iv B.C.), SIG410 (Erythrae, iii B.C.), Inscr.Prien.14.25 (iii B.C.), etc.; ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν were different, D.21.115, Din.Fr.8.1. II sacrificer, D.H.1.40. 2 as adjective, ἱ. νεανίσκος, παρθένοι, ib.80,9.40.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
οἱ ἱεροποιοί à Athènes les dix hiéropes ou inspecteurs (un par tribu) chargés de surveiller les sacrifices ou les cérémonies religieuses ; dans d’autres Cités, magistrat chargé de l'administration d’un sanctuaire.
Étymologie: ἱερός, ποιέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροποιός: -όν, (ποιέω) ἐπιμελητὴς ἱερῶν τελετῶν, Λατιν. sacrificulus· ἐν Ἀθήναις ἱεροποιοὶ ἦσαν δέκα ἄρχοντες, εἷς ἐξ ἑκάστης φυλῆς, ὧν ἔργον ἦτο να ἐξετάζωσι τὰ θύματα μήπως εἶχον μῶμόν τινα, καλούμενοι καὶ μωμοσκόποι. Πλάτ. Λύσ. 207D, Δημ. 47. 13, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8. 19· ὁ αὐτ. ἐν Ἀθην. Πολ. (σ. 78. 7 ἔκδ. Blass) λέγει: «κληροῖ δὲ (δηλ. ὁ δῆμος) καὶ ἱεροποιοὺς δέκα, τοὺς ἐπὶ τὰ ἐκθύματα καλουμένους, οἳ τά τε μαντευτὰ ἱερὰ θύουσιν, κἄν τι καλλιερῆσαι δέῃ, καλλιεροῦσι μετὰ τῶν μάντεων· κληροῖ δὲ καὶ ἑτέρους δέκα, τοὺς κατ’ ἐνιαυτὸν καλουμένους, οἳ θυσίας τέ τινας θύουσι, καὶ τὰς πεντετηρίδας ἁπάσας διοικοῦσι πλὴν Παναθηναίων»· ― διακρίνονται δὲ τῶν ἱερέων, Συλλ. Ἐπιγρ. 76. 13. πρβλ. 115. 13., 120. 14. κ. ἀλλ.· ― οἱ ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν ἦσαν ἄλλοι, Δημ 552. 6., 570. 5, Δείναρχ. παρὰ τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμολόγῳ 468 ἐν τέλ.: ― ὑπῆρχον ὅμοιοι τούτοις καὶ ἀλλαχοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2056. 22, 2157, 2953, κ. ἀλλ. ΙΙ. ὁ θυσιάζων, Διον. Ἁλ. 1. 40.
Greek Monolingual
ἱεροποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προσφέρει θυσία, αυτός που θυσιάζει
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἱεροποιός
α) ο επιμελητής τών ιερών τελετών και ιδίως τών θυσιών
β) στον πληθ. οἱ ἱεροποιοί
(στην Αθήνα) οι δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, οι οποίοι φρόντιζαν ώστε τα θύματα να είναι άμωμα, οι μωμοσκόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο)- + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. παιδοποιός, ῳδοποιός.
Greek Monotonic
ἱεροποιός: -όν (ποιέω), επιμελητής ιερών τελετών· στην Αθήνα, οι ἱεροποιοί ήταν δέκα άρχοντες, ένας από κάθε φυλή, που εξέταζαν τα προσφερόμενα προς θυσία, ώστε να είναι άμεμπτα, άμωμα, σε Πλάτ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἱεροποιός: ὁ ведающий священными обрядами, наблюдающий за жертвоприношениями: οἱ ἱεροποιοί Plat., Dem., Arst. коллегия жрецов (из 10 человек, по наблюдению за правильностью выполнения священных обрядов); οἱ ἱεροποιοὶ τῶν σεμνῶν θεῶν Dem. коллегия по делам культа.
Middle Liddell
ἱερο-ποιός, όν ποιέω
managing sacred rites: at Athens, the ἱεροποιοί were ten magistrates, one from each tribe, who saw that the victims were perfect, Plat., Dem.