κατάπαστος
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς, ὧν ἀριθμὸν ἐν νεκροῖς πλεῖστον δέδεκται Φερσέφασσ' ὀλωλότων. → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own, those many who have perished, and whom Persephone hath received among the dead. | Tomb, bridal-chamber, deep-dug eternal prison where I go to find my own, whom in the greatest numbers destruction has seized and Persephone has welcomed among the dead.
English (LSJ)
ον, A besprinkled, bespattered with, στεφάνοις Ar.Eq. 502; ἡδυσματίοις Telecl.1.11; σαργὸν τυρῷ κ. Archestr.Fr.36.3. 2 suitable for use as a powder, Asclep. ap. Gal.13.159, etc. 3 embroidered, ἁλουργίς Ar.Eq.968; Χιτὼν Χρυσῷ κ. D.C.72.17; Χρυσαῖς ἀκτῖσι Hld.3.4, cf. 10.9, Aristid.Or.17(15).10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 saupoudré, jonché, couvert de, τινι;
2 brodé de, τινι.
Étymologie: καταπάσσω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατάπαστος -ον [καταπάσσω] bestrooid, versierd:. στεφάνοις met kransen Aristoph. Eq. 502.
Russian (Dvoretsky)
κατάπαστος:
1) усеянный, т. е. сплошь покрытый (στεφάνοις Arph.);
2) пестро вышитый, расшитый (ἁλουργίς Arph.).
Greek Monolingual
κατάπαστος, -ον (Α) καταπάσσω
1. καλά πασπαλισμένος
2. καλυμμένος, σκεπασμένος («ἔλθοις στεφάνοις κατάπαστος», Αριστοφ.)
2. κεντημένος, καταστολισμένος («χιτών χρυσῷ κατάπαστος», Διόδ.)
3. κατάλληλος για πασπάλισμα, για ράντισμα.
Greek Monotonic
κατάπαστος: -ον,
1. πασπαλισμένος, σε Αριστοφ.
2. κεντημένος, στον ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατάπαστος: -ον, κατερραντισμένος, πασπαλισμένος, κεκαλυμμένος, στεφάνοις Ἀριστοφ. Ἱππ. 502· κατάμεστος, ἠδυσματίοις Τηλεκλείδ. «ἐν Ἀμφικτ.» 1, πρβλ. Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 321C· 2) κεντημένος, πεποικιλμένος, Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· ἁλουργὶς κ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 968· χιτὼν χρυσῷ κ. Δίων. Κ. 72, 17· χρυσαῖς ἀκτῖσι Ἡλιόδ., πρβλ. 10, 9· κ. χιτῶνες ἀγαλμάτων Ἀριστείδ. 1. 231· «καππαστόν· ποικίλον» Ἡσύχ.
Middle Liddell
κατάπαστος, ον [from καταπάσσω
1. besprinkled, Ar.
2. embroidered, Ar.