κενανδρία
τίς Ἑλλὰς ἢ βάρβαρος ἢ τῶν προπάροιθ' εὐγενετᾶν ἕτερος ἔτλα κακῶν τοσῶνδ' αἵματος ἁμερίου τοιάδ' ἄχεα φανερά → what woman Greek or foreign or what other scion of ancient nobility has endured of mortal bloodshed's woes so many, such manifest pains
English (LSJ)
ἡ, lack of men, A.Pers.730 (troch.).
German (Pape)
[Seite 1416] ἡ, Mangel an Männern od. Menschen, Aesch. Pers. 716.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
dépopulation.
Étymologie: κένανδρος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενανδρία -ας, ἡ [κένανδρος] ontvolking.
Russian (Dvoretsky)
κενανδρία: ἡ отсутствие мужского населения или безлюдье Aesch.
Greek Monolingual
κενανδρία, ἡ (Α) κένανδρος
η λειψανδρία, η έλλειψη ανδρών σε κάποια χώρα («πρὸς τάδ' ὡς Σούσων μὲν ἄστυ πᾶν κενανδρίαν στένει», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κενανδρία: ἡ, έλλειψη ανδρών, πολιτεία με λίγους κατοίκους, σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κενανδρία: ἡ ἔλλειψις ἀνδρῶν, κατάστασις ἐρημώσεως, Αἰσχύλ. Πέρσ. 730.
Middle Liddell
κενανδρία, ἡ,
lack of men, dispeopled state, Aesch. [from κένανδρος