παραδαρθάνω
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
only in Ep. aor. 2 παρέδρᾰθον:—sleep beside, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Od.20.88; παραδραθέειν φιλότητι Il.14.163.
German (Pape)
[Seite 476] (s. δαρθάνω), neben oder bei Einem schlafen, τινί, Od. 20, 88; παραδραθέειν φιλότητι, Il. 14, 163; einzeln, bei Sp.
French (Bailly abrégé)
f. παραδαρθήσομαι, ao.2 παρέδαρθον, inf. poét. παραδραθέειν;
dormir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, δαρθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρα-δαρθάνω slapen bij.
Russian (Dvoretsky)
παραδαρθάνω: (aor. 2 παρέδαρθον - эп. παρέδρᾰθον; эп. inf. παραδραθέειν) вместе или рядом спать (τινί Hom.).
English (Autenrieth)
aor. 2 παρέδραθον, inf. παραδραθέειν: sleep beside, lie with.
Greek Monolingual
Α
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον, στο πλευρό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δαρθάνω «κοιμάμαι].
Greek Monotonic
παραδαρθάνω: μέλ. δαρθήσομαι, αόρ. βʹ παρέδαρθον, Επικ. παρέδρᾰθον, απαρ. παραδραθέειν· κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.
Greek (Liddell-Scott)
παραδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. παρέδαρθον, ποιητ. παρέδρᾰθον, (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Κοιμῶμαι πλησίον, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Ὀδ. Υ. 88· παραδραθέειν φιλότητι Ἰλ. Ξ. 163.
Middle Liddell
fut. -δαρθήσομαι aor2 παρέδαρθον epic παρέδρᾰθον inf. παραδραθέειν
to sleep beside another, c. dat., Hom.