παραδαρθάνω

From LSJ
Revision as of 21:10, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραδαρθάνω Medium diacritics: παραδαρθάνω Low diacritics: παραδαρθάνω Capitals: ΠΑΡΑΔΑΡΘΑΝΩ
Transliteration A: paradarthánō Transliteration B: paradarthanō Transliteration C: paradarthano Beta Code: paradarqa/nw

English (LSJ)

only in Ep. aor. 2 παρέδρᾰθον:—sleep beside, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Od.20.88; παραδραθέειν φιλότητι Il.14.163.

German (Pape)

[Seite 476] (s. δαρθάνω), neben oder bei Einem schlafen, τινί, Od. 20, 88; παραδραθέειν φιλότητι, Il. 14, 163; einzeln, bei Sp.

French (Bailly abrégé)

f. παραδαρθήσομαι, ao.2 παρέδαρθον, inf. poét. παραδραθέειν;
dormir auprès de, τινι.
Étymologie: παρά, δαρθάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-δαρθάνω slapen bij.

Russian (Dvoretsky)

παραδαρθάνω: (aor. 2 παρέδαρθον - эп. παρέδρᾰθον; эп. inf. παραδραθέειν) вместе или рядом спать (τινί Hom.).

English (Autenrieth)

aor. 2 παρέδραθον, inf. παραδραθέειν: sleep beside, lie with.

Greek Monolingual

Α
κοιμάμαι κοντά σε κάποιον, στο πλευρό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + δαρθάνω «κοιμάμαι].

Greek Monotonic

παραδαρθάνω: μέλ. δαρθήσομαι, αόρ. βʹ παρέδαρθον, Επικ. παρέδρᾰθον, απαρ. παραδραθέειν· κοιμάμαι δίπλα σε κάποιον άλλο, με δοτ., σε Όμηρ.

Greek (Liddell-Scott)

παραδαρθάνω: μέλλ. -δαρθήσομαι: ἀόρ. παρέδαρθον, ποιητ. παρέδρᾰθον, (ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ.). Κοιμῶμαι πλησίον, τῇδε γὰρ αὖ μοι νυκτὶ παρέδραθεν Ὀδ. Υ. 88· παραδραθέειν φιλότητι Ἰλ. Ξ. 163.

Middle Liddell

fut. -δαρθήσομαι aor2 παρέδαρθον epic παρέδρᾰθον inf. παραδραθέειν
to sleep beside another, c. dat., Hom.