πολυφροσύνη
ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)
English (LSJ)
ἡ, fullness of understanding, great shrewdness, Hdt.2.121.ζ, Democr.40: pl., Thgn.712.
German (Pape)
[Seite 676] ἡ, Verstand, Klugheit; Her. 2, 121, 6; im plur., Theogn. 712.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
prudence, habileté.
Étymologie: πολύφρων.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πολυφροσύνη -ης, ἡ [πολύφρων] slimheid.
Russian (Dvoretsky)
πολυφροσύνη: (σῠ) ἡ рассудительность, сметливость Her.
Greek Monolingual
ἡ, Α πολύφρων
1. πολλή σύνεση, φρόνηση
2. μεγάλη αντίληψη, ευφυΐα.
Greek Monotonic
πολυφροσύνη: ἡ, πλήρης κατανόηση, μεγάλη ευφυΐα, σε Θέογν., Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
πολυφροσύνη: ἡ, πολλὴ σκέψις, φρόνησις, μεγάλη εὐφυΐα, Ἡρόδ. 2. 121, 6· ἐν τῷ πληθ., Θέογν. 712.
Middle Liddell
πολυφροσύνη, ἡ,
fulness of understanding, great shrewdness, Theogn., Hdt. [from πολύφρων