προαγόρευσις

From LSJ
Revision as of 21:40, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")

ὑπόσχεσιν τὸ πρᾶγμα γενναίαν ἔχει → the affair holds a noble promise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προᾰγόρευσις Medium diacritics: προαγόρευσις Low diacritics: προαγόρευσις Capitals: ΠΡΟΑΓΟΡΕΥΣΙΣ
Transliteration A: proagóreusis Transliteration B: proagoreusis Transliteration C: proagorefsis Beta Code: proago/reusis

English (LSJ)

εως, ἡ, A foretelling, Arist.Po. 1454b5; prophecy, prediction, Diogenian.Epicur.4.18 (pl.), J.Ap.1.29, BJ2.8.12 (pl.), Plu.Sull.7 (pl.); prognosis, Hp.Aph.2.19 (pl., v.l.). II proclamation, App.BC1.26; warning, prohibition, J.AJ18.8.2, 18.9.2, Poll.8.66.

German (Pape)

[Seite 704] ἡ, das Vorhersagen; Hippocr.; Arist. poet. 15; Plut. Syll. 7 orac. def. 7.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
prédiction.
Étymologie: προαγορεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προαγόρευσις -εως, ἡ [προαγορεύω] voorspelling. waarschuwing. Plut. CMi 49.1.

Russian (Dvoretsky)

προᾰγόρευσις: εως ἡ предвещание, предсказание Arst., Plut.

Greek Monolingual

-εύσεως, ή, ΜΑ προαγορεύω
προφητεία
αρχ.
1. η ενέργεια του προαγορεύω, το να λέει κανείς κάτι εκ τών προτέρων, να προλέγει
2. πρόγνωση
3. προκήρυξη
4. απαγόρευση συμμετοχής στα ιερά και στην αγορά τών κατηγορουμένων για φόνο ώσπου να εκδοθεί η δικαστική απόφαση.

Greek Monotonic

προᾰγόρευσις: ἡ, ομιλία εκ των προτέρων, διακήρυξη από πριν, σε Αριστ., σε Πλουτ.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰγόρευσις: ἡ, τὸ προαγορεύειν, Ἀριστ. Ποιητ. 15. 10, Πλουτ. Σύλλ. 7. ΙΙ. προκήρυξις, Ἀππ. Ἐμφυλ. 1. 26. 2) = πρόρρησις ΙΙ. 2, Πολυδ. Η΄, 66. ― Καθ’ Ἡσύχ. «προαγόρευσις· προφητεία».

Middle Liddell

προᾰγόρευσις, εως,
a stating beforehand, Arist., Plut.