καταπεφρονηκότως

From LSJ
Revision as of 12:19, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπεφρονηκότως Medium diacritics: καταπεφρονηκότως Low diacritics: καταπεφρονηκότως Capitals: ΚΑΤΑΠΕΦΡΟΝΗΚΟΤΩΣ
Transliteration A: katapephronēkótōs Transliteration B: katapephronēkotōs Transliteration C: katapefronikotos Beta Code: katapefronhko/tws

English (LSJ)

Adv. pf. part. Act. of καταφρονέω, A contemptuously, D.17.29, D.S.14.17, etc. II Adv.pf.part. Pass. καταπεφρονημένως, despisedly, v.l. for -μένος in Sch.Luc.Ind.10.

German (Pape)

[Seite 1369] adv. zum perf. act. von καταφρονέω, verächtlich; Dem. 17, 29; D. Sic. 14, 17 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec mépris.
Étymologie: καταφρονέω.

Russian (Dvoretsky)

καταπεφρονηκότως: adv. презрительно, пренебрежительно Dem., Diod.

Greek (Liddell-Scott)

καταπεφρονηκότως: Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, μετὰ

Greek Monolingual

καταπεφρονηκότως (Α)
επίρρ. με καταφρόνηση, περιφρονητικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταπεφρονηκώς, -ότος (μτχ. παρακμ. του καταφρονῶ «περιφρονώ»)].

Greek Monotonic

καταπεφρονηκότως: επίρρ. μτχ. Ενεργ. παρακ. του καταφρονέω, περιφρονητικά, σε Δημ.

Middle Liddell

part. perf. act. of καταφρονέω,]
contemptuously, Dem.