εὐέργεια

From LSJ
Revision as of 13:06, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐέργεια Medium diacritics: εὐέργεια Low diacritics: ευέργεια Capitals: ΕΥΕΡΓΕΙΑ
Transliteration A: euérgeia Transliteration B: euergeia Transliteration C: evergeia Beta Code: eu)e/rgeia

English (LSJ)

Ion. εὐεργείη, ἡ, = εὐεργεσία (well-doing, a good deed, good deed, kindness, service done, good service, bounty, benefit) 1, AP15.34 (Arethas). 2 ease of a surgical operation, Orib.45.18.14.

German (Pape)

[Seite 1065] ἡ, das Wohlthun, Ep. ad. (XV, 34).

Russian (Dvoretsky)

εὐέργεια:благодеяние Anth.

Greek (Liddell-Scott)

εὐέργεια: Ἰων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία Ι, Ἀνθ. Π. 15. 34. 2) εὐκολία περὶ τὸ ἐργάζεσθαι ἢ πράττειν, εὐκολία, Ὀρειβάσ. 51 Mai.

Greek Monolingual

εὐέργεια και ιων. τ. εὐεργείη, ἡ (Α) ευεργής
1. ευεργεσία
2. η ευχέρεια στο να κάνει κάποιος κάτι, η ευκολία.

Greek Monotonic

εὐέργεια: Ιων. -είη, ἡ, = εὐεργεσία I, σε Ανθ.

Middle Liddell

= εὐεργεσία I, Anth.]