εὐκαταφορία
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
English (LSJ)
ἡ, propensity, proclivity, Stoic.3.25 (pl.).
German (Pape)
[Seite 1074] ἡ, Geneigtheit, Neigung, D. L. 7, 115, plur. Von
Russian (Dvoretsky)
εὐκαταφορία: ἡ досл. уклон, перен. наклонность (ἐπὶ τῆς ψυχῆς Diog. L.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐκαταφορία: ἡ, κατωφέρεια, Διογ. Λ. 7. 115· ἐν τῷ πληθ.
Greek Monolingual
εὐκαταφορία, ἡ (Α) ευκατάφορος
η τάση, η ροπή προς κάτι.