σύγκωλος

From LSJ
Revision as of 16:00, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

ἑνὸς ἀτόπου δοθέντος τἆλλα συμβαίνει → one absurdity having been given, the others follow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύγκωλος Medium diacritics: σύγκωλος Low diacritics: σύγκωλος Capitals: ΣΥΓΚΩΛΟΣ
Transliteration A: sýnkōlos Transliteration B: synkōlos Transliteration C: sygkolos Beta Code: su/gkwlos

English (LSJ)

ον, with limbs set close together, σκέλη X.Cyn.5.30.

German (Pape)

[Seite 971] mit verbundenen, zusammensitzenden Gliedern, dicht an einander, Xen. Cyn. 5, 30.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont les pattes de devant sont rapprochées en parl. d'un lièvre.
Étymologie: σύν, κῶλον.

Russian (Dvoretsky)

σύγκωλος: плотно прилегающий, т. е. прямой, стройный (σκέλη Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

σύγκωλος: -ον, εὐπαγής, σκέλη Ξεν. Κυν. 5. 30.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τα άκρα του στενά συνδεδεμένα το ένα με το άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -κωλος (< κῶλον «μέλος του σώματος, άκρο»)].

Greek Monotonic

σύγκωλος: -ον (κῶλον), αυτός που τα μέλη του είναι πολύ κοντά το ένα στο άλλο, συμπαγής στη διάπλαση του σώματος, σε Ξεν.

Middle Liddell

σύγ-κωλος, ον, κῶλον
with limbs close together, Xen.