ἀντεξαιτέω
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
demand in return, Plu.Alex.11.
Spanish (DGE)
exigir a su vez παρ' αὐτοῦ Φιλώταν καὶ Ἀντίπατρον Plu.Alex.11.
German (Pape)
[Seite 246] dagegen die Auslieferung Jemandes verlangen, τινά, Plut. Alex. 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
réclamer en échange.
Étymologie: ἀντί, ἐξαιτέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀντεξαιτέω: требовать в свою очередь (выдачи) (τινα Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεξαιτέω: ἀνταπαιτῶ, ἀντεξαιτούντων ... Φιλώταν Πλουτ. Ἀλεξ. 11.
Greek Monotonic
ἀντεξαιτέω: μέλ. -ήσω, απαιτώ ως ανταπόδοση, σε Πλούτ.