ἀσυγκρότητος

From LSJ
Revision as of 18:30, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότεafter taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσυγκρότητος Medium diacritics: ἀσυγκρότητος Low diacritics: ασυγκρότητος Capitals: ΑΣΥΓΚΡΟΤΗΤΟΣ
Transliteration A: asynkrótētos Transliteration B: asynkrotētos Transliteration C: asygkrotitos Beta Code: a)sugkro/thtos

English (LSJ)

ον, also ἀξυγκρότητος, not welded together by the hammer: metaph. of rowers, not trained to pull together, Th.8.95; of style, not compact, rambling, D.H.Dem.19.

Spanish (DGE)

v. ἀξυγκρότητος.

German (Pape)

[Seite 379] eigtl. nicht zusammengehämmert, dah. von Soldaten, nicht eingeübt, πληρώματα Thuc. 8, 95; vom Ausdruck, nicht gedrängt, Dion. Hal. de vi Dem. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
att. ἀξυγκρότητος;
non déjà rassemblé, càd qu’on prend n’importe où, qui se trouve sous la main.
Étymologie: , συγκροτέω.

Russian (Dvoretsky)

ἀσυγκρότητος: староатт. ἀξυγκρότητος 2 не сколоченный вместе, т. е. недисциплинированный, не обученный (πληρώματα Thuc.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀσυγκρότητος: -ον, ἴδε ἀξυγκρότητος.

Greek Monolingual

-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.

English (Woodhouse)

not even, of rowing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)