ἐνερευθής

From LSJ
Revision as of 19:15, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

πέτρην κοιλαίνει ρανὶς ὕδατος ἐνδελεχείῃ → constant dropping wears away a stone, constant dripping will wear away the hardest stone, little strokes fell big oaks, constant dripping wears the stone, constant dropping wears the stone, constant dripping will wear away a stone

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνερευθής Medium diacritics: ἐνερευθής Low diacritics: ενερευθής Capitals: ΕΝΕΡΕΥΘΗΣ
Transliteration A: enereuthḗs Transliteration B: enereuthēs Transliteration C: enerefthis Beta Code: e)nereuqh/s

English (LSJ)

ές, somewhat red, ἄστρον Str.3.1.5; ἀφρός Dsc.1.100: Comp., Sor.1.13; of the countenance, flushed, Phld.Ir.p.5 W., Cic. Att.12.4.1; τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. blushing, Plb.31.23.8; παρειῶν τὸ ἐ. Luc.Im.7, cf. Antyll. ap. Orib.7.16.3.

Spanish (DGE)

-ές
• Alolema(s): ἐνερεύθης Orib.50.47.3
1 enrojecido
a) de partes del cuerpo, como signo sintomático τὸ πρόσωπον Hp.Morb.2.71, ἐπαναστάσεις τοῦ δέρματος Gal.19.132, τὰ βλέφαρα Aët.7.78, cf. Ath.26a, Antyll. en Orib.7.16.3, ὁ δὲ ἔσωθεν (χιτὼν τῆς μήτρας) ... ἐνερευθέστερος Sor.1.4.109, cf. Orib.50.47.3;
b) gener. τὸ ἄστρον Str.3.1.5, τὸ σῶμα Ph.1.380, φλοιός Dsc.1.100.4;
c) como signo de un estado de ánimo τῷ χρώματι γενόμενος ἐ. Plb.31.23.8, cf. Phld.Ir.fr.6.14
subst. παρειῶν τὸ ἐνευρεθές el enrojecimiento de mejillas Luc.Im.7
de ahí irritado, Cic.Att.240.1.
2 rojizo, rojo καυλοί Dsc.4.164.1, τὸ πρόσωπον ... λευκὸν καὶ ἐνερευθὲς ἦν Longus 1.24.3, cf. Memn.1.1.1.

German (Pape)

[Seite 839] ές, etwas roth, röthlich; τῷ χρώματι γενόμενος ἐν. Pol. 32, 9, 8; παρειῶν τὸ ἐν. Luc. Imag. 7; αἷμα Ath. I, 26 a.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
légèrement rouge ; τὸ ἐνερευθές LUC rougeur légère.
Étymologie: ἐν, ἔρευθος.

Russian (Dvoretsky)

ἐνερευθής: красноватый, румяный Polyb., Luc., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνερευθής: -ές, κοκκινωπός, ῥοδωπός, τῷ χρώματι γενόμενος ἐνερευθὴς Πολύβ. 32. 9, 8· παρειῶν τὸ ἐνερευθὲς Λουκ. Εἰκ. 7.

Greek Monolingual

ἐνερευθής, -ές (Α) έρευθος
1. κοκκινωπός, υποκόκκινος, ερυθρωπός
2. το ουδ. ως ουσ. το ἐνερευθές
ερυθρίαση, ερύθημα, κοκκίνισμα («παρειῶν τὸ ἐνερευθές», Λουκ.).

Greek Monotonic

ἐνερευθής: -ές, ροδαλός, κοκκινωπός, σε Λουκ.

Middle Liddell

ἐν-ερευθής, ές
somewhat ruddy, Luc.