χῆρος

From LSJ
Revision as of 14:35, 14 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἰχθύς ἐκ τῆς κεφαλῆς ὄζειν ἄρχεται → the fish stinks from the head, a fish rots from the head down, the fish rots from the head down, fish begin to stink at the head, the fish stinks first at the head, corruption starts at the top, the rot starts at the top

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χῆρος Medium diacritics: χῆρος Low diacritics: χήρος Capitals: ΧΗΡΟΣ
Transliteration A: chē̂ros Transliteration B: chēros Transliteration C: chiros Beta Code: xh=ros

English (LSJ)

v. χήρα.

German (Pape)

[Seite 1354] 3, auch 2 Endgn, beraubt, entblößt, entbehrend, τινός, στελεοῦ χῆρον φάρσος Phani. 4 (VI, 297); δρυμοὶ χῆροι Antiphan. 6 (IX, 84); bes. des Gatten od. der Gattinn beraubt, verwittwe't, Wittwer, Wittwe; Hom. nur im fem., s. oben χήρα; χῆρον λέχος Ap. Rh. 3, 662; auch der Eltern beraubt, verwais't, στυγναὶ ὄψεις χήρων μελάθρων Eur. Alc. 865. – Die Wurzel ist χα'Ω, verwandt mit χῆτος u. ä., lat. careo.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 dépouillé, vide ; avec un gén. : privé ou dépouillé de;
2 particul. privé d'un parent seul. au fém. et ion. χήρη, et spécial. privée d'un mari : χήρη τινός IL privée d'un mari, veuve ; ἡ χήρα, la veuve.
Étymologie: R. Χα, s'écarter ; cf. χωρίς, χάζομαι.

Russian (Dvoretsky)

χῆρος:
1) опустевший, осиротевший (μέλαθρα Eur.; δόμος Anth.);
2) лишенный (τινος Anth.).
II ὁ вдовец Arst.

Greek (Liddell-Scott)

χῆρος: -α, -ον, ἴδε ἐν λ. χήρα ΙΙ. ΙΙ. χῆρος, ὁ, ἴδε ἐν λ. χήρα Ι. 3.

Greek Monolingual

(I)
-ήρα, -ον, και ποιητ. τ. θηλ. χήρη, Α
μτφ. έρημος, στερημένος (α. «χῆρος βίος», Καλλ.
β. «χήρα εὐνή», Καλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χήρα. Το επίθ. έλαβε μτφ. τη σημ. «στερημένος, έρημος»].
(II)
ο / χῆρος, ΝΜΑ
άνδρας που έχει χάσει την σύζυγό του και παραμένει άγαμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του επιθ. χῆρος.

Greek Monotonic

χῆρος: -α, -ον,
I. βλ. χήρα II· II. χῆρος, ὁ, βλ. χήρα I.

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό οὐσ. χήρα, ἀπό ρίζα χα-, ἴδια μέ τῶν λέξεων: χῆτος (=ἔλλειψη), χωρίς, χατέω (=ἔχω ἀνάγκη). Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: χηρεύω (=στεροῦμαι), χηρεία, χήρευμα, χήρευσις, χήρειος, χηρικός, χηροσύνη, χηρόω -ῶ (=ἐρημώνω, στερῶ).