χηρόω

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χηρόω Medium diacritics: χηρόω Low diacritics: χηρόω Capitals: ΧΗΡΟΩ
Transliteration A: chēróō Transliteration B: chēroō Transliteration C: chiroo Beta Code: xhro/w

English (LSJ)

A make desolate, χήρωσε δ' ἀγυιάς Il.5.642: esp. make a woman a widow, χήρωσας δὲ γυναῖκα 17.36; Πριάμου γαῖ' ἐχήρωσ' Ἑλλάδα E.Cyc.304:—Med., ἐχηρώσαντο πόληα Q.S.9.351.
2 c. gen., bereave, με.. ἠελιου χήρωσεν AP7.172 (Antip.Sid.); πνοιῆς ib.287 (Antip.):—Pass., τῶν.. αὑτοῦ χηρώσει (2sg.) πολλῶν (v.l. κτεάνων) Thgn.956; πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ' ἐχηρώθη πόλις would have been bereft of... Sol. 37; Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Hdt.6.83.
3 c. acc., forsake, deprive of one's presence, ἀελίου χήρωσεν αὐγάς Arist.Fr.675.13 (nisi leg. αὐγᾶς).
4 c. acc., take away, πᾶσαν ἐρωήν Opp.C.4.421.
II intr., to be bereft of..: abs., live in widowhood, f.l. for χηρεύω in Plu. 2.749d.

German (Pape)

[Seite 1354] trans., leer od. öde machen, entblößen, χήρωσε δ' ἀγυιάς, er machte die Straßen leer, nämlich von Menschen, entvölkerte sie, Il. 5, 642; Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Her. 6, 83; berauben, τινά τινος, χήρωσεν ἡλίου Antp. Sid. 105 (VII, 172); bes. des Gatten, der Eltern berauben, zur Wittwe, Waise machen, χήρωσας δὲ γυναῖκα Il. 17, 36; ἅλις Πριάμου γαῖ' ἐχήρωσ' Ἑλλάδα Eur. Cycl. 303; u. im med., χηρώσαντο πόληα Qu. Sm. 9, 351. – Auch intrans., wie χηρεύω, im Wittwenstande, als Waise leben, Plut. amat. 2; übh. entbehren, Mangel haben, τινός, Theogn. 950. – Im hymn. od. scol. des Aristot. (Ilg. 31; Jacobs Anth. I p. 110) Ἀταρνέος ἔντροφος ἠελίου χήρωσεν αὐγάς, d. i. ἑαυτὸν ἐστέρησε τοῦ βίου; od. wie Ath. XV, 696 d erkl., τετελευτηκέναι Ἑρμείαν.

French (Bailly abrégé)

χηρῶ :
ao. ἐχήρωσα, ao. Pass. ἐχηρώθην;
I. tr. 1 rendre vide, désert, acc.;
2 priver;
3 particul. priver d'un époux, d'une épouse, rendre veuve ou veuf;
II. intr. vivre dans le veuvage.
Étymologie: χῆρος.

Russian (Dvoretsky)

χηρόω:
1 делать безлюдным, пустынным (ἀγυιάς Hom.): Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Her. Аргос обезлюдел;
2 делать вдовым (γυναῖκα Hom.): ἅλις δὲ Πριάμου γαῖ᾽ ἐχήρωσ᾽ Ἑλλάδα Eur. довольно создал вдов в Греции Приамов край;
3 лишать (τινά τινος Anth.);
4 оставлять, покидать (ἀελίου αὐγάς Arst.);
5 жить во вдовстве, вдоветь Plut.

Greek (Liddell-Scott)

χηρόω: μέλλ. -ώσω, μεταβατ., ἐρημώνω, ποιῶ ἔρημον, χήρωσεδ’ ἀγυιὰς Ἰλ. Ε. 642· μάλιστα, καθιστῶ γυναῖκά τινα χήραν, ἔρημον ἀνδρὸς (πρβλ. χήρα), χήρωσας δὲ γυναῖκα, κατέστησας αὐτὴν χήραν, 17. 36· -οὕτω, Πριάμου γαῖ’ ἐχήρωσ’ Ἑλλάδα Εὐρ. Κύκλ. 304. -Μέσ., πᾶσαν ἐχηρώσαντο πόληα Κόϊντ. Σμ. 9. 351. 2) μετὰ γεν., στερῶ, ἀποστερῶ, ἠελίου χήρωσεν [αὐτὸν] Ἀνθ. Παλατ. 7. 172 πνοιῆς αὐτόθι 7. 287. -Παθ., πολλῶν ἂν ἀνδρῶν ἥδ’ ἐχηρώθη πόλις, θὰ εἶχε στερηθῇ.., Σόλων 36· Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Ἡρόδ. 6. 83. 3) μετ’ αἰτ., ἀφίνω, ἐγκαταλείπω, ἀελίου χήρωσεν αὐγὰς Ἀριστ. Ἀποσπ. 625. 20. ΙΙ. ἀμετάβ. ὡς τὸ χηρεύω, διατελῶ ἐν στερήσει.., τινος Θέογν. 950· - ἀπολ., ζῶ ἐν χηρείᾳ, Πλούτ. 2. 749D.

English (Autenrieth)

(χῆρος, χήρη), aor. χήρωσας: bereave, make desolate. (Il.)

Greek Monotonic

χηρόω: μέλ. -ώσω,
I. 1. μτβ., απομονώνω κάποιον, χήρωσε δ'ἀγυιάς, σε Ομήρ. Ιλ.· χήρωσας γυναῖκα, την έκανες χήρα, στο ίδ.
2. με γεν., αποστερώ κάτι, σε Ανθ. — Παθ., Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη, σε Ηρόδ.
II. αμτβ., όπως το χηρεύω, είμαι στερημένος από κάτι, τινός, σε Θέογν.

Middle Liddell

trans. to make desolate, χήρωσε δ' ἀγυιάς Il.; χήρωσας γυναῖκα thou did'st widow her, Il.
2. c. gen. to bereave of a thing, Anth.:—Pass., Ἄργος ἀνδρῶν ἐχηρώθη Hdt.
II. intr., like χηρεύω, to be bereft of, τινός Theogn.