ἄληκτος

From LSJ
Revision as of 14:24, 22 November 2022 by Spiros (talk | contribs)

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄληκτος Medium diacritics: ἄληκτος Low diacritics: άληκτος Capitals: ΑΛΗΚΤΟΣ
Transliteration A: álēktos Transliteration B: alēktos Transliteration C: aliktos Beta Code: a)/lhktos

English (LSJ)

(A), ον, (λήγω) unceasing, πένθος IG14.2126.6; δίψα Ph.1.381, al.; interminable, βυβλίον Demetr.Lac.Herc.1061.7. Adv. ἀλήκτως Ph.2.420; ἀ. ἔχειν τινός Eun.VSp.458.26B.

(B), ον, = ἄδαστος, Eust.64.40; cf. ἄλληκτος.

Spanish (DGE)

(A)
-ον
• Alolema(s): ἄλληκτος AB 202.17
no dividido, no repartido en lotes Eust.64.40, AB l.c.
• Etimología: Cf. λαγχάνω, λῆξις.

(B)
-ον
• Alolema(s): ép., poét. ἄλληκτος
I 1incesante Νότος Od.12.325, ὀδύναι S.Tr.985, Luc.Dips.4, πένθος LXX 3Ma.4.2, GVI 1280.3 (Roma II/III d.C.), δίψα Ph.1.381
neutr. como adv. ἄλληκτον, ἄλληκτα = incesantemente, Il.2.452, ἄ. γελόωσι Call.Dian.149, Euph.38C.54, Man.3.206, 252.
2 implacable, que no ceja θυμός Il.9.636.
II 1interminable, que no tiene final una explicación, Demetr.Lac.Geom.16.5
eterno ἄ. ... καὶ ἀγήρως αἰών Basil.M.32.192B.
2 que tiene validez permanente φωνή PMasp.97ue.87 (VI d.C.).
3 gram. carente de desinencia o terminación τὰ τῶν στοιχείων ὀνόματα ἄληκτα An.Ox.4.338.
III adv. ἀλήκτως = incesantemente Ph.2.420, ἀλήκτως ἔχοντες καὶ ἀκορέστως τῆς ἀπολαύσεως incesante e insaciablemente deseando el placer Eun.VS 458.
• Etimología: Cf. λήγω.

German (Pape)

[Seite 95] unaufhörlich, πένθος Ep. ad. 662 (App. 136); App. Hannib. 40; s. ἄλληκτος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
incessant, sans fin.
Étymologie: , λήγω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄληκτος: -ον, (λήγω) ὁ μὴ λήγων, διαρκής, ἀδιάκοπος, Συλλ. Ἐπιγρ. 6303 (κατ’ ἀνάγκην τοῦ μέτρου)· πρβλ. ἄλληκτος.

English (Autenrieth)

(λήγω): unceasing; adv. -τον, unceasingly.

Greek Monolingual

(I)
ἄληκτος, -ον (AM) λήγω
1. αυτός που δεν έχει τέλος «ἐξ ἀλήκτου καὶ ἀνάρχου θεότητος»
2. ο αδιάκοπος, ο αδιάλειπτος
«μῆνα δὲ πάντ' ἄληκτος ἄη Νότος» — όλο τον μήνα φυσούσε ασταμάτητα ο Νοτιάς Όμ..
(II)
ἄληκτος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει μοιραστεί, δεν έχει κατακυρωθεί σε κάποιον με κλήρωση
επίρρ. ἀληκτί: χωρίς να γίνει κλήρωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λαγχάνω «παίρνω με κλήρο»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἄληκτος -ον (ἀ-, λήγω) onophoudelijk, waaraan geen einde komt.

Mantoulidis Etymological

(=ἀδιάκοπος, ἀκατάπαυστος). Ἀπό τό α στερητ. + λήγω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα λήγω.