ἀδαημονία
ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning
English (LSJ)
Ep. ἀδαημονίη, ἡ, ignorance, inexperience, unskilfulness in doing, c.inf., Od.24.244 (v.l. ἀδαημοσύνη).
Spanish (DGE)
(ἀδᾰημονίη) -ης, ἡ
ignorancia, falta de experiencia c. inf. ἀμφιπολεύειν ὄρχατον Od.24.244.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) : ἀδαημονίη: ignorance, inexpérience.
Étymologie: ἀδαήμων.
Russian (Dvoretsky)
ἀδᾰημονίη: ἡ незнание, неумение, неопытность (ποιεῖν τι Hom.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀδᾰημονία: ἡ, ἀμάθεια, ἀπειρία, εἰς τὸ πράττειν, μ. ἀπαρεμφ. Ὀδ. Ω. 244, ἔνθα ὁ Βουττμ. (Λεξίλ. ἐν λ. ἀδῆσαι 13) προτιμᾷ τὴν ἄλλην γραφὴν ἀδαημοσύνη.
Greek Monotonic
ἀδᾰημονία: ἡ, αμάθεια ή απειρία στην εκτέλεση ενός πράγματος· με απαρ., σε Ομήρ. Οδ.
Middle Liddell
[From ἀδαήμων
ignorance or unskilfulness in doing, c. inf., Od.
English (Autenrieth)
want of knowledge, Od. 24.244†.
German (Pape)
ἡ, Unerfahrenheit, Hom. Od. 24.244 (ἅπαξ εἰρημ.).