κρυσταλλόπηκτος
Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort
English (LSJ)
ον, congealed to ice, frozen, E.Rh.441:— also κρυσταλλο-πήξ, ῆγος, ὁ, ἡ, A.Pers.501.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
congelé, glacé.
Étymologie: κρύσταλλος, πήγνυμι.
Russian (Dvoretsky)
κρυσταλλόπηκτος: обледеневший, ледяной (φυσήματα Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
κρυσταλλόπηκτος: -ον, παγεὶς εἰς κρύσταλλον, παγωμένος, Εὐρ. Ρῆσ. 441· ― ὡσαύτως, κρυσταλλοπήξ, -ῆγος, ὁ, ἡ, Αἰσχύλ. Πέρσ. 501.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α κρυσταλλόπηκτος, -ον, αρσ. και θηλ. και κρυσταλλοπήξ, -ῆγος)
παγωμένος ή πηγμένος σαν το κρύσταλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρύσταλλος + -πηκτός (< πήγνυμι), πρβλ. πασσαλόπηκτος, σακχαρόπηκτος. Ο τ. κρυσταλλοπήξ < κρύσταλλος + πήξ (< πήγνυμι), πρβλ. αρματοπήξ, κλινοπήξ].
Greek Monotonic
κρυσταλλόπηκτος: -ον, κατεψυγμένος, παγωμένος, σε Ευρ.
Middle Liddell
κρυσταλλό-πηκτος, ον
congealed to ice, frozen, Eur.
German (Pape)
zu Eis gefroren; φυσήματα Eur. Rhes. 441; νᾶμα Paul.Sil. Therm. Pyth. 95.