ψωθία
From LSJ
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
English (LSJ)
ἡ, blister on under-surface of loaf, Poll. 7.23
German (Pape)
[Seite 1405] ἡ, = Folgdm, Phereer. bei Poll. 9, 83, nach 7, 23 Gegensatz von ἀττάραγος, αἱ ἐκ τοῦ κάτω.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ψωθίον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω» με δασύ επίθημα και κατάλ. -ία].