ξέσμα

From LSJ
Revision as of 15:05, 25 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξέσμα Medium diacritics: ξέσμα Low diacritics: ξέσμα Capitals: ΞΕΣΜΑ
Transliteration A: xésma Transliteration B: xesma Transliteration C: ksesma Beta Code: ce/sma

English (LSJ)

ατος, τό, (ξέω) A that which is smoothed or carved: hence, = ξόανον, AP9.328 (pl., Damostr.); v.l. for ξῦσμα in Dsc.2.134. II abrasion, in plural, Jul. Caes.309c. III pl., shavings, filings, M. Ant.8.50, S.E.P.1.129.

German (Pape)

[Seite 278] τό, das Abgeschabte, Abgelratzte; ξέσματα κέρατος, S. Emp. pyrrh. 1, 129; Damostrat. epigr. (IX, 328); Hesych. erkl. ξόανον.

Russian (Dvoretsky)

ξέσμα: ατος τό
1 оскребок, стружка (ξέσματα κέρατος Sext.);
2 вырезанный знак, pl. выгравированная надпись Anth.

Greek (Liddell-Scott)

ξέσμα: τό, (ξέω) τὸ ξεσθὲν ἢ λεανθέν· ἐντεῦθεν = ξόανον, Ἀνθ. Π. 9. 328. ΙΙ. ξύσμα, ἀπόξυσμα, τὰ ξέσματα τοῦ κέρατος τῆς αἰγὸς Σεξτ. Ἐμπ. Π. 1. 129, Μ. Ἀντων. 8. 50.

Greek Monolingual

το (Α ξέσμα)
αυτό που αφαιρείται με απόξεση, με ξύσιμο, ξύσμα, απόξεσμα, περίτριμμα
αρχ.
1. το αποτέλεσμα του ξέω, αυτό που λειάνθηκε
2. (κατά τον Ησύχ.) «ξόανον»
3. αμυχή, χαραγή
4. η λιθογλυφία
5. απόξεση
6. μτφ. α) οργή, ερεθισμός
β) πρόκληση, προκλητική, ερεθιστική συμπεριφορά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ξεσ- του ξέω, πρβλ. αόρ. -ξεσ-α + κατάλ. -μα].

Greek Monotonic

ξέσμα: -ατος, τό (ξέω), = ξόανον, σε Ανθ.

Middle Liddell

ξέσμα, ατος, τό, [ξέω] = ξόανον, Anth.]