ἀνακογχυλιάζω
Παρθένε, ἐν ἀκροπόλει Τελεσῖνος ἄγαλμ' ἀνέθηκεν, Κήττιος, ᾧ χαίρουσα, διδοίης ἄλλο ἀναθεῖναι → O Virgin goddess, Telesinos from the deme of Kettos has set up a statue on the Acropolis. If you are pleased with it, please grant that he set up another
English (LSJ)
(κόγχη) A break open the capsule covering the seal of a will, διαθήκην Ar.V.589 (with double entente), cf. Aristid.Or. 51(27).9. 2 = ἀναγαργαρίζω (sc. ὕδατι), Pl.Smp.185d (but ἀνακογχυλίσαι, Hsch.).
Spanish (DGE)
(ἀνακογχῠλιάζω) 1 desconchar, romper el sello, e.d., alterar τῆς δ' ἐπικλήρου τὴν διαθήκην ἀδικεῖς ἀνακογχυλιάζων Ar.V.589, cf. Aristid.Or.51.9.
2 hacer gárgaras ὕδατι Pl.Smp.185d, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 192] gurgeln, Plat. Conv. 185 d; = ἀναγαργαρίζω, Tim. Lex.; bei Ar. Vesp. 589, διαθήκην, verfälschen, nachdem man die Siegel (κόγχη) geöffnet; ἀνακογχυλιαστόν Plat. com. Poll. 6, 25.
French (Bailly abrégé)
1 se gargariser;
2 briser la coquille qui préserve le sceau (d'un testament).
Étymologie: ἀνά, κογχυλιάζω c. κογχυλίζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνακογχῠλιάζω:
1 полоскать горло (ὕδατι Plat.);
2 вскрывать печать, т. е. подделывать (διαθήκην Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνακογχῠλιάζω: (κόγχη) ἀνοίγω καὶ παραχαράττω, παραποιῶ σφραγῖδα, Ἀριστοφ. Σφ. 589. 2) = ἀναγαργαρίζω (ἐνν. ὕδατι), Πλάτ. Συμπ. 185D, πρβλ. Εὔπολ. ἐν «Φίλοις», 5, Ruhnk Τίμ.
Greek Monolingual
ἀνακοχγυλιάζω (Α)
1. παραβιάζω τη σφραγίδα εγγράφου, το απόρρητο του και αλλάζω το περιεχόμενο του
2. κάνω γαργάρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κογχυλιάζω < κογχύλιον.
ΠΑΡ. αρχ. ἀνακογχυλιασμός, ἀνακογχυλιαστόν].
Greek Monotonic
ἀνακογχῠλιάζω: μέλ. -σω (κόγχη), ανοίγω και πλαστογραφώ σφραγίδα, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
κόγχη
to open and counterfeit a seal, Ar.