ἀνύμφευτος

From LSJ
Revision as of 19:05, 28 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 $2;")
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνύμφευτος Medium diacritics: ἀνύμφευτος Low diacritics: ανύμφευτος Capitals: ΑΝΥΜΦΕΥΤΟΣ
Transliteration A: anýmpheutos Transliteration B: anympheutos Transliteration C: anymfeftos Beta Code: a)nu/mfeutos

English (LSJ)

ον, unwedded, S.El.165 (lyr.); ματρὸς ἔχοντες ἀ. γονάν born of an ill marriage, Id.Ant.980, v. Sch.: transf. of things, κάρηνον (of Zeus), Nonn.D.46.48, cf. 20.155,al.

Spanish (DGE)

-ον
1 soltero de Electra, S.El.165, κόραι Lyc.1153
fig. κάρηνον ἀ. cabeza no casada de Zeus, de la que nació Atenea, Nonn.D.46.48, ἀνυμφεύτοισι δόμοις ἐφυλάσσετο κούρη la doncella era guardada en un palacio no casado e.d., la doncella no casada era guardada en palacio Nonn.D.20.155.
2 que no proviene de matrimonio de donde infausto γονά S.Ant.980.

German (Pape)

[Seite 266] unvermählt, Soph. El. 166; κόραι Lycophr. 1133; von der Flasche, M. Arg. 18 (IX, 229); – γονή, Geburt aus einer unglücklichen Ehe, Soph. Ant. 966.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 non marié;
2 né hors mariage, illégitime, incestueux.
Étymologie: , νυμφεύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνύμφευτος:
1 не вступивший в брак (ἄτεκνος ἀ. Soph.);
2 родившийся от несчастного брака (γονή Soph.);
3 нетронутый (ὡς κούρη Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνύμφευτος: -ον, ὁ μὴ νυμφευθείς, ἄγαμος, ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ, ἄγαμος ἀεὶ περιέρχομαι, Σοφ. Ἠλ. 165· ματρὸς ἔχοντες ἀν. γονάν; γεννηθέντες ἐξ ὀλεθρίου γάμου τῆς μητρός, ὁ αὐτ. Ἀντ. 980· ἴδε Σχόλ. - Ἐπίρρ. -τως, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

κ. ανύφευτος, -η, -ο (AM ἀνύμφευτος, -ον)
άγαμος, ανύπαντρος («εδώ κοιμάτ' αφέντης μας τ' όμορφο παλληκάρι τ' όμορφο και τ' ανύφευτο, μόν' αρραβωνιασμένο», Δημοτικό
«Χαῑρε, Νύμφη ἀνύμφευτε», προσφώνηση της Θεοτόκου στον Ακάθιστο Ύμνο
«ἀνύμφευτος αἰὲν οἰχνῶ», Σοφ., Ηλέκτρα).

Greek Monotonic

ἀνύμφευτος: -ον (νυμφεύω), ανύπανδρος, ανύμφευτος, σε Σοφ.· ἀν. γονή, γέννημα από ολέθριο γάμο, στον ίδ.

Middle Liddell

νυμφεύω
unwedded, Soph.; ἀν. γονή birth from an ill-starred marriage, Soph.