κυβερνητήρ

From LSJ
Revision as of 13:48, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?\]) ([a-zA-Z' ]+)(\.)\n" to "$1 $2$3 ")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβερνητήρ Medium diacritics: κυβερνητήρ Low diacritics: κυβερνητήρ Capitals: ΚΥΒΕΡΝΗΤΗΡ
Transliteration A: kybernētḗr Transliteration B: kybernētēr Transliteration C: kyvernitir Beta Code: kubernhth/r

English (LSJ)

Dor. κῠβερν-ᾱτήρ, ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Od.8.557, etc.: metaph., Pi.P.4.274: as adjective, κ. χαλινός Opp.C.1.96.

German (Pape)

[Seite 1522] ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, der Steuermann; Od. 8, 557; Pind. I. 3, 89, in dor. Form κυβερνατήρ; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 72; Maneth. 4, 398. – Adj., κυβερνητῆρα χαλινὸν ἲππων Opp. Cyn. 1, 96.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
c. κυβερνήτης.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυβερνητήρ -ῆρος, ὁ, Dor. κυβερνατήρ [κυβερνάω] stuurman.

Russian (Dvoretsky)

κῠβερνητήρ: дор. κῠβερνᾱτήρ, ῆρος ὁ Hom., Pind. = κυβερνήτης.

Greek Monolingual

κυβερνητήρ, -ῆρος, δωρ. τ. κυβερνατήρ, ὁ, θηλ. κυβερνήτειρα (Α) κυβερνώ
1. αυτός που κυβερνά
2. πηδαλιούχος («οὐ γὰρ Φαιήκεσσι κυβερνητῆρες ἔασιν», Ομ. Οδ.)
3. ως επίθ. αυτός με τον οποίο κυβερνά κάποιος («κυβερνητῆρα χαλινόν», Οππ.).

Greek Monotonic

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ = κυβερνήτης, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., σε Πίνδ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβερνητήρ: -ῆρος, ὁ, = κυβερνήτης, Ὀδ. Θ. 557, κτλ.· μεταφ., Πινδ. Π. 4. 488· ― ὡς ἐπίθ., κ. χαλινὸς Ὀππ. Κυν. 1. 96.

Middle Liddell

κῠβερνητήρ, ῆρος, = κυβερνήτης, Od.: metaph., Pind.]