διάστερος

From LSJ
Revision as of 13:56, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

Εὐχῆς δικαίας οὐκ ἀνήκοος θεός → Numquam deus surdescit ad iustas preces → Der angemessnen Bitte öffnet Gott sein Ohr

Menander, Monostichoi, 146
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστερος Medium diacritics: διάστερος Low diacritics: διάστερος Capitals: ΔΙΑΣΤΕΡΟΣ
Transliteration A: diásteros Transliteration B: diasteros Transliteration C: diasteros Beta Code: dia/steros

English (LSJ)

ον, starred, jewelled, δ. λίθοις Luc.Am.41.

Spanish (DGE)

-ον
con estrellas metáf. στεφάνη ... λίθοις Ἰνδικοῖς δ. una corona adornada con piedras de la India a modo de estrellas Luc.Am.41.

German (Pape)

[Seite 603] gestirnt; στεφάνη λίθοις δ., mit Edelsteinen, wie mit Sternen geziert, Luc. Amor. 41.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
constellé.
Étymologie: διά, ἀστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστερος -ον [διά, ἀστήρ] met sterren; overdr.: στεφάνη... λίθοις Ἰνδικαῖς διάστερος een krans bezaaid met Indische edelstenen Luc. 49.41.

Russian (Dvoretsky)

διάστερος: украшенный словно звездами (λίθοις Ἰνδικαῖς Luc.).

Greek (Liddell-Scott)

διάστερος: -ον, πλήρης ἀστέρων, κατάστερος, δ. λίθος Λουκ. Ἔρωσ. 41.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM διάστερος, -ον)
γεμάτος αστέρια, έναστρος.

Greek Monotonic

διάστερος: -ον, κατάμεστος από αστέρια, καταστόλιστος, δ.λίθοις, σε Λουκ.

Middle Liddell

δι-άστερος, ον adj
starred, δ. λίθοις Luc.