παλιμβλαστής

From LSJ
Revision as of 14:00, 29 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(elnltext.*?) (\[)([\p{Greek}]+), ([\p{Greek}]+)(\])" to "$1 [$3, $4$5")

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πᾰλιμβλαστής Medium diacritics: παλιμβλαστής Low diacritics: παλιμβλαστής Capitals: ΠΑΛΙΜΒΛΑΣΤΗΣ
Transliteration A: palimblastḗs Transliteration B: palimblastēs Transliteration C: palimvlastis Beta Code: palimblasth/s

English (LSJ)

ές, sprouting or growing again, κύων, of the hydra, E.HF1274; καυλοί Thphr.HP7.2.4.

German (Pape)

[Seite 448] ές, wieder keimend, sprossend, Theophr.; von der Hydra, Eur. Herc. F. 1274.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui germe de nouveau, qui repousse.
Étymologie: πάλιν, βλαστάνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παλιμβλαστής -ές [πάλιν, βλαστάνω] opnieuw aangroeiend.

Russian (Dvoretsky)

πᾰλιμβλαστής: вновь отрастающий (ὕδρα Eur.).

Greek Monolingual

παλιμβλαστής, -ές (Α)
αυτός που βλαστάνει ή φύεται εκ νέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + -βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι-βλαστής].

Greek Monotonic

πᾰλιμβλαστής: -ές (βλαστάνω), αυτός που βλαστάνει, αναφύεται ξανά, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰλιμβλαστής: -ές, ὁ ἐκ νέου βλαστάνων, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1274, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 2, 4, παρ’ ᾧ ὑπάρχει καὶ διάφορος γραφὴ παλίμβλαστος.

Middle Liddell

πᾰλιμ-βλαστής, ές βλαστάνω
growing again, Eur.

English (Woodhouse)

growing again

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)