παραφροσύνη

From LSJ
Revision as of 10:48, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br")

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραφροσύνη Medium diacritics: παραφροσύνη Low diacritics: παραφροσύνη Capitals: ΠΑΡΑΦΡΟΣΥΝΗ
Transliteration A: paraphrosýnē Transliteration B: paraphrosynē Transliteration C: parafrosyni Beta Code: parafrosu/nh

English (LSJ)

ἡ, A wandering of mind, derangement, Pl.Sph.228d, Aps.p.333 H. 2 delirium, Hp.Aph.2.2,6.53 (pl.), Prog.10.

German (Pape)

[Seite 507] ἡ, der Zustand der vom geraden Wege, von der Wahrheit sich verirrenden Seele, Verrücktheit, Wahnsinn; Plat. Soph. 228 d; Hippocr.; Plut. Rom. 21 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
1 déraison, démence, folie;
2 délire.
Étymologie: παράφρων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παραφροσύνη -ης, ἡ [παράφρων] geestelijke dwaling. delirium.

Russian (Dvoretsky)

παραφροσύνη:помешательство, безумие Plat., Plut.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ παράφρων, -ονος]
η κατάσταση του παράφρονα, η απώλεια του λογικού, τρέλα
νεοελλ.
ασύνετος λόγος ή ασύνετη πράξη
αρχ.
φρενικό παραλήρημα.

Greek Monotonic

παραφροσύνη: ἡ (παράφρων), διαταραχή, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

παραφροσύνη: ἡ, (παράφρων) ἡ κατάστασις τοῦ παράφρονος, παραπλάνησις φρενῶν, «τρέλλα», Ἱππ. Ἀφ. 1244, Πλάτ. Σοφιστ. 228D· μανία, παραφροσύναι αἱ μὲν μετὰ γέλωτος γινόμεναι ἀσφαλέστεραι, αἱ δὲ μετὰ σπουδῆς ἐπισφαλέστεραι Ἱππ. Ἀφ. 1258.

Middle Liddell

παραφροσύνη, ἡ, παράφρων
derangement, Plat.

Chinese

原文音譯:parafron⋯a 爬拉-弗羅你阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:在旁-意向
字義溯源:瘋狂,愚行,狂妄,愚蠢;源自(παραφρονέω)=狂想);由(παρά)*=旁,出於)與(φρονέω)=想著)組成;而 (φρονέω)出自(φρήν)*=心思)
出現次數:總共(1);彼後(1)
譯字彙編
1) 狂妄(1) 彼後2:16