ἀστρονομικός
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
ή, όν, A skilled in astronomy, Pl.R.530a, etc.; ἀστρονομικώτατον ἡμῶν Id.Ti.27a; τὰ -κά Thphr. Sign.I: Comp. -ώτερος Str.1.2.24. Adv. -κῶς Poll.4.16. II of questions, pertaining to astronomy, Pl.Prt.315c. III name of ninth sign of ἀποτελεσματογραφία, Paul.Al.M.4.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1relativo a la astronomía περὶ φύσεώς τε καὶ τῶν μετεώρων ἀστρονομικὰ ἄττα διερωτᾶν Pl.Prt.315c.
2 versado en la astronomía ἀστρονομικὸν ... ὄντα οὐκ οἴει ταὐτὸν πείσεσθαι Pl.R.530a, cf. Ti.27a, Nic.Dam.3, Eudox.Fr.16
•subst. en plu. τὰ ἀστρονομικά la astronomía Thphr.Sign.1
•neutr. sg. compar. como adv. ἀστρονομικώτερον νομίσας dando una explicación demasiado astronómica Str.1.2.24.
II subst. τὸ ἀ. n. del noveno signo del horóscopo Paul.Al.63.6.
III adv. -ῶς como alguien versado en astronomía Poll.4.16.
German (Pape)
[Seite 378] ὁ, Sternkundiger, Plat. Theaet. 145 a; im superlat. Tim. 27 a; τά, was sich auf die Sternkunde bezieht, Prot. 315 c. – Adv. -ικῶς, Poll. 4, 155.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui concerne l'astronomie;
2 versé dans l'astronomie.
Étymologie: ἀστρονομία.
Russian (Dvoretsky)
ἀστρονομικός:
1 астрономический Plat.;
2 сведущий в астрономии Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστρονομικός: -ή, -όν, εἰδήμων τῆς ἀστρονομίας, τὸν τῷ ὄντι ἀστρονομικόν ὄντα Πλάτ. Πολ. 530Α, κτλ.· ἅτε ὄντα ἀστρονομικώτατον ὁ αὐτ. Τίμ. 27Α: τὰ ἀστρονομικά, τὰ τὴν ἀστρονομίαν ἀφορῶντα, Πρωτ. 315C: ― Ἐπίρρ. ἀστρονομικῶς Πολυδ. Δ΄, 16, ὑπερθ. ἀστρονομικώτατα Τζέτζ. Ἀλληγ. Ὁμ. ΙΙ. ἐπὶ ζητημάτων ἀνηκόντων εἰς τὴν ἀστρονομίαν, Πλάτ. Πρωτ. 315C.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀστρονομικός, -ή, -όν) αστρονομία
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην αστρονομία
νεοελλ.
υπερβολικός, υπέρμετρος
αρχ.
ο ειδικός στην αστρονομία.
Greek Monotonic
ἀστρονομικός: -ή, -όν, ειδικευμένος στην αστρονομία, αυτός που σχετίζεται με την αστρονομία, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ἀστρονόμος
skilled in astronomy, pertaining to astronomy, Plat.