προβόλαιος

From LSJ
Revision as of 11:35, 30 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβόλαιος Medium diacritics: προβόλαιος Low diacritics: προβόλαιος Capitals: ΠΡΟΒΟΛΑΙΟΣ
Transliteration A: probólaios Transliteration B: probolaios Transliteration C: provolaios Beta Code: probo/laios

English (LSJ)

ον, held out before one, levelled, in rest, δούρατι προβολαίῳ Theoc.24.125; προβόλαιος alone, = πρόβολος ΙΙ, εἴσω τὸν π. ἔχων Orac. ap. Hdt.7.148.

German (Pape)

[Seite 712] = πρόβολος; δόρυ, vorgehaltener, vorgestreckter Speer, Theocr. 24, 123, δούρατι δὲ προβολαίῳ ἀνδρὸς ὀρέξασθαι.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on présente en avant, qu’on oppose ; ὁ προβόλαιος (ἄκων) l'épieu ou javeline en arrêt.
Étymologie: προβολή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προβόλαιος -ον [προβολή] vooruitgestoken; subst. ὁ προβόλαιος speer. Hdt. 7.148.

Russian (Dvoretsky)

προβόλαιος: II ὁ (sc. ἄκων) копье Her.
выставленный вперед, взятый наперевес (δόρυ Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

προβόλαιος: -ον, προτεταμένος πρό τινος, προβολαίῳ δούρατι Θεόκρ. 24. 123· καὶ μόνον προβόλαιος, ὡς τὸ πρόβολος ΙΙ, εἴσω τὸν πρ. ἔχων Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 7. 148, ἔνθα ἴδε Schweigh.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που έχει τοποθετηθεί μπροστά από κάποιον ή από κάτι («δούρατι δὲ προβολαίῳ ὑπ' ἀσπίδι νῶτον ἔχοντα», Θεόκρ.)
2. το αρσ. ως ουσ.προβόλαιος
όπλο που κατέληγε σε αιχμή, θηρευτικό δόρυ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ προβόλαιον
μέσο άμυνας, προστασίας ή προφύλαξης και, κυρίως, η ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβολος + κατάλ. -αιος (πρβλ. περίβολος: περιβόλαιος)].

Greek Monotonic

προβόλαιος: -ον, αυτός που βρίσκεται μπροστά σε κάποιον, προτεταγμένος, προβεβλημένος, λέγεται για δόρυ, σε Θεόκρ.· ὁ προβόλαιος (μόνο του), δόρυ, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.

Middle Liddell

προβόλαιος, ον,
held out before one, levelled, couched, of a spear, Theocr.: ὁ πρ., alone, a spear, ap. Hdt.