ἀγροιώτης
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
ου, ὁ, A = ἀγρότης 1, Hom. always in nom. pl., ἀνέρες ἀγροιῶται Il.11.549; βουκόλοι ἀ. Od.11.293; λαοὶ ἀ Il.11.676; νήπιοι ἀ. Od. 21.85; ποιμένας ἀ. Hes.Sc.39; sg., Ar.Th.58:—fem. ἀγροιῶτις, ἡ, (perhaps as adjective, cf. ΙΙ) Sapph.70. II as adjective, rustic, Πρίηπος AP6.22 (Zon.), ὕλη 7.411 (Diosc.); wild, Numen. ap. Ath.371c.
Spanish (DGE)
-ου
1 campesino ἀνέρες Il.11.549, A.R.4.1183, βουκόλοι Od.11.293, ποιμένες Hes.Sc.39, λαοί Il.11.676, cf. Theoc.13.44, 25.23, 168
•subst. τίς ἀγροιώτας πελάθει θριγκοῖς; Ar.Th.58
•del campo, agreste Πρίηπος AP 6.22 (Zon.).
2 c. sent. peyor. palurdo, paleto νήπιοι Od.21.85, ἀποφώλιος ἀ. Philet.Fr.Poet.12.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
campagnard, villageois.
Étymologie: ἀγρός.
German (Pape)
ὁ, Landmann, Hom. ἀνέρες ἀγροιῶται Il. 11.549, 15.272, λαοί 11.676, βουκόλοι Od. 11.293, νήπιοι 21.85; – Hes. Sc. 39. – Ar. Th. 58, in dor. Form; Theocr. 13.44, 25.23 und sp.D.
Russian (Dvoretsky)
ἀγροιώτης:
I дор. ἀγροιώτας, ου adj. m и f деревенский, сельский (ἀνέρες, βουκόλοι Hom.; ποιμένες Hes.; θεαί Theocr.).
II ου ὁ (с бран. оттенком) мужик Arst.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγροιώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης Ι, Ὅμ., ὅστις ἀείποτε μεταχειρίζεται τήν ὀνομ. πληθ., ἀνέρες ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 549· βουκόλοι ἀγρ., Ὀδ. Λ. 293· λαοί ἀγροιῶται, Ἰλ. Λ. 676· ἄνευ οὐσιαστ., νήπιοι ἀγρ., Ὀδ. Φ. 85· οὕτω, ποιμένας ἀγροιώτας, Ἡσ. Ἀσπ. 39· καθ’ ἑνικ., ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 58: - θηλ. ἀγροιῶτις, ἡ, Σαπφ. 70. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., ἐκ τοῦ ἀγροῦ, ἀγροτικός, Ἀνθ. Π. 6. 22., 7. 411: ἄγριος, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 371C.
English (Autenrieth)
rustic, peasant; as adj., Il. 15.272.
Greek Monotonic
ἀγροιώτης: -ου, ὁ, = ἀγρότης,
I. ο χωρικός, ο αγρότης, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.
II. ως επίθ., αγροτικός, σε Ανθ.
Middle Liddell
= ἀγρότης I]
I. a countryman, Hom., Hes., etc.
II. as adj. rustic, Anth. ἀγρόμενος, epic aor2 part. pass. of ἀγείρω.