δημόκραντος

From LSJ
Revision as of 13:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημόκραντος Medium diacritics: δημόκραντος Low diacritics: δημόκραντος Capitals: ΔΗΜΟΚΡΑΝΤΟΣ
Transliteration A: dēmókrantos Transliteration B: dēmokrantos Transliteration C: dimokrantos Beta Code: dhmo/krantos

English (LSJ)

ον, ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).

Spanish (DGE)

-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.

German (Pape)

[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.

Russian (Dvoretsky)

δημόκραντος: всенародно принятый, общенародный (ἀρά Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.

Greek Monolingual

δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].

Greek Monotonic

δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

κραίνω
ratified by the people, Aesch.