δημόκραντος
ὦ θάνατε παιάν, μή μ᾽ ἀτιμάσῃς μολεῖν· μόνος γὰρ εἶ σὺ τῶν ἀνηκέστων κακῶν ἰατρός, ἄλγος δ᾽ οὐδὲν ἅπτεται νεκροῦ. → O death, the healer, reject me not, but come! For thou alone art the mediciner of ills incurable, and no pain layeth hold on the dead.
English (LSJ)
ον, ratified by the people, ἀρὰ δ. A.Ag.457(lyr.).
Spanish (DGE)
-ον ratificado por el pueblo, ἀρά A.A.457.
German (Pape)
[Seite 563] ἀρά, vom Volk bestätigt, Aesch. Ag. 445.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ratifié par le peuple.
Étymologie: δῆμος, κραίνω.
Russian (Dvoretsky)
δημόκραντος: всенародно принятый, общенародный (ἀρά Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
δημόκραντος: -ον, ὑπὸ τοῦ λαοῦ ἐπικυρωθείς, ἀρὰ δ. Αἰσχύλ.Ἀγ. 457.
Greek Monolingual
δημόκραντος, -ον (Α)
αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ' ἀρᾱς»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + -κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»].
Greek Monotonic
δημόκραντος: -ον (κραίνω), εγκεκριμένος από το λαό, σε Αισχύλ.