θαυματουργός

From LSJ
Revision as of 13:30, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θαυμᾰτουργός Medium diacritics: θαυματουργός Low diacritics: θαυματουργός Capitals: ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: thaumatourgós Transliteration B: thaumatourgos Transliteration C: thavmatourgos Beta Code: qaumatourgo/s

English (LSJ)

όν, A = θαυματοποιός, γυναῖκες acrobats, Ath.4.129d. II puppet maker or puppet showman, Hero Aut.1.7(pl.).

German (Pape)

[Seite 1189] = θαυματοποιός, Ath. IV, 129 d u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui fait des tours d'adresse.
Étymologie: θαῦμα, ἔργον.

Greek (Liddell-Scott)

θαυμᾰτουργός: -όν, (*ἔργω) = θαυματοποιός, Ἀθήν. 129D.

Greek Monolingual

και θαματουργός, -ή, -ό (AM θαυματουργός, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που φέρει αξιοθαύμαστα αποτελέσματα, ο πολύ αποτελεσματικός («θαυματουργό φάρμακο»)
2. ο αριστοτέχνης στο επάγγελμά του
νεοελλ.-μσν.
αυτός που κάνει θαύματα («θαυματουργή εικόνα»)
αρχ.
αυτός που κάνει θαυμάσια ακροβατικά.
επίρρ...
θαυματουργός και -ά
με θαυματουργό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαύμα, -ατος + -ουργός (< έργον), πρβλ. ελαιουργός, ξυλουργός].

Mantoulidis Etymological

Ἀπό τό θαῦμα + ἔργω. Δές στό ρῆμα ἐργάζομαι καί στή λέξη θαῦμα γιά περισσότερα παράγωγα.