κόριον

From LSJ
Revision as of 13:40, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόριον Medium diacritics: κόριον Low diacritics: κόριον Capitals: ΚΟΡΙΟΝ
Transliteration A: kórion Transliteration B: korion Transliteration C: korion Beta Code: ko/rion

English (LSJ)

(A), τό, Dim. of κόρη,
A little girl, Lys.Fr.1.5 (ironically), Theoc.11.60; Megar. κώριον Ar.Ach.731.
(B), τό, shortened for κορίαννον, Nic.Al.157, Th.874, PCair.Zen.292.16, al. (iii B. C.), PTeb.190 (i B. C.), Dsc.3.63, Gal.12.36: pl., Hp.Mul.1.66.
II κόριον ἔνυδρον = ἀδίαντον (spleenwort), Ps.-Dsc.4.134.
III κόριον ἄγριον = καπνός (fumitory) II, ib.4.109.

German (Pape)

[Seite 1486] τό, 1) dim. von κόρη, Mägdlein; Theocr. 11, 60; Ath. XIII a. E.; s. κώριον. – 2) = κορίαννον, Nic. Al. 157 Th. 874.

French (Bailly abrégé)

1ου (τό) :
jeune fille.
Étymologie: κόρη.
2ου (τό) :
coriandre, plante.
Étymologie: DELG cf. κορίαννον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόριον -ου, τό, demin. van κόρη, meisje.
κόριον -ου, τό [~ κορίαννον] koriander (kruid).

Russian (Dvoretsky)

κόριον: дор., тж. Arph. κώριον τό девочка, девчурка Theocr., Lys.

Greek (Liddell-Scott)

κόριον: (Α), τό, ὑποκορ. τοῦ κόρη, μικρὸν κοράσιον, Λυσ. Ἀποσπ. 2, Θεόκρ. 11. 60· Δωρ. κώριον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 731.

Greek Monolingual

(I)
κόριον, δωρ. τ. κώριον, τὸ (Α)
μικρό κορίτσι, κοριτσάκι («ὦ πονηρὰ κώρι' ἀθλίου πατρός», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόρη + υποκορ. κατάλ. -ιον].
(II)
κόριον και κόρι, τὸ (Α)
1. το φυτό κορίαννο ή κορίανδρο («οὐλόμενόν γε ποτὸν κορίοιο», Νίκ.)
2. φρ. α) «κόριον ενυδρον» — το φυτό αδίαντο
β) «κόριον ἄγριον» — το φυτό καπνός, το καπνόχορτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κορίαννον κατ' αποκοπήν, λόγω παρετυμολογικής συνδέσεως με το κόρις «κοριός», που οφείλεται στην οσμή του φυτού].

Greek Monotonic

κόριον: τό, υποκορ. του κόρη, σε Θεόκρ.· Δωρ. κώριον, σε Αριστοφ.

Middle Liddell

κόριον, ου, τό, [Dim. of κόρη