περιπεταστός

From LSJ
Revision as of 14:35, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

τοιοῦτος πλανίων ἄβιος βίος → that sort of wandering is no life for a life

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπεταστός Medium diacritics: περιπεταστός Low diacritics: περιπεταστός Capitals: ΠΕΡΙΠΕΤΑΣΤΟΣ
Transliteration A: peripetastós Transliteration B: peripetastos Transliteration C: peripetastos Beta Code: peripetasto/s

English (LSJ)

ή, όν, spread round or over, π. φίλημα lewd kiss, Ar.Ach.1201.

German (Pape)

[Seite 586] ringsum, darüber ausgebreitet, hingebreitet, φίλημα, ein wollüstiger Kuß mit weitgeöffneten Lippen, Ar. Ach. 1163.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui se déploie autour.
Étymologie: περιπετάννυμι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περιπεταστός -όν [περιπετάννυμι] uitgespreid:. φιλήσατόν με μαλθακῶς τὸ περιπεταστόν jullie beiden, geef mij zachtjes die kus met gespreide lippen Aristoph. Ach. 1201.

Russian (Dvoretsky)

περιπεταστός: [adj. verb. к περιπετάννυμι распущенный, т. е. страстный (φίλημα Arph.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α περιπετάννυμι
1. απλωμένος γύρω γύρω σε κάτι
2. φρ. «περιπεταστὸν φίλημα» — φίλημα με ανοιχτά τα χείλη, φίλημα περιπαθές, λάγνο.

Greek Monotonic

περιπεταστός: -ή, -όν, απλωμένος τριγύρω ή από πάνω, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

περιπεταστός: -ή, -όν, ἐφαπλούμενος ὁλόγυρα, π. φίλημα, ἀκόλαστον φίλημα, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1021· πρβλ. χαυνόω.

Middle Liddell

περιπεταστός, ή, όν [from περιπετάννῡμι]
spread round or over, Ar.