ἐπικαταρριπτέω
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
English (LSJ)
throw down after, ἑαυτάς X.An.4.7.13.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
]jeter ensuite sur.
Étymologie: ἐπί, καταρριπτέω.
Greek Monotonic
ἐπικαταρριπτέω: καταρρίπτω κατόπιν, σε Ξεν.
German (Pape)
dazu hinunterstürzen, Xen. An. 4.7.13.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαταρριπτέω: (вслед за чем-л. или также) бросать вниз, низвергать (αἱ γυναῖκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία εἶτα καὶ ἑαυτὰς ἐπικατερρίπτουν Xen.).