λαξευτός

From LSJ
Revision as of 18:21, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξευτός Medium diacritics: λαξευτός Low diacritics: λαξευτός Capitals: ΛΑΞΕΥΤΟΣ
Transliteration A: laxeutós Transliteration B: laxeutos Transliteration C: laxeftos Beta Code: laceuto/s

English (LSJ)

ή, όν,

A hewn out of the rock, LXX De.4.49, Ev.Luc.23.53.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
taillé dans la pierre, fait en pierres de taille.
Étymologie: λαξεύω.

German (Pape)

adj. verb. von λαξεύω, in Stein gehauen, μνῆμα, NT.

Russian (Dvoretsky)

λαξευτός: высеченный в скале (μνῆμα NT).

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτός: -ή, -όν, λελαξευμένος, Ἑβδ. (Δευτ. Δ΄, 49), Εὐαγγ. κ. Λουκ. κγ΄, 53.

English (Strong)

from a compound of las (a stone) and the base of ξηρός (in its original sense of scraping); rock-quarried: hewn in stone.

English (Thayer)

λαξευτη, λαξευτον (from λαξεύω, and this from λᾶς a stone, and ξέω to polish, hew), cut out of stone: μνῆμα, Sept., Aq. in Joshua 13:20); nowhere in Greek authors).

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαξευτός, -ή, -όν) λαξεύω
αυτός που έχει λαξευθεί, γλυπτός, σκαλιστός («καὶ ἔθηκεν αὐτὸ ἐν μνήματι λαξευτῷ», ΚΔ)
νεοελλ.
1. επιμελημένος, καλοφτειαγμένος
2. (για λόγο) γλαφυρός.

Greek Monotonic

λαξευτός: -ή, -όν, σκαλισμένος σε πέτρα, λαξευμένος, σε Καινή Διαθήκη

Middle Liddell

λαξευτός, ή, όν
hewn out of the rock, NTest. [from λαξεύω

Chinese

原文音譯:laxeutÒj 拉-克修拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:岩石-鑿刻 相當於: (פִּסְגָּה‎)
字義溯源:石頭鑿成的,切石頭的;由(λάρυγξ)X*=石)與(ξηρός)=枯乾的,挖削)組成;其中 (ξηρός)出自 (ξέστης)=容器,罐,而 (ξέστης)又出自(ξέστης)X*=光滑)。比較: (λατομέω)=鑿石
出現次數:總共(1);路(1)
譯字彙編
1) 石頭鑿成的(1) 路23:53