ταλασία
English (LSJ)
ἡ, wool-spinning, = ταλασιουργία, Pl.Lg.805e, X.Mem.3.9.11, Oec.7.41, Ph.2.328 (pl.), Plu.Rom.15, etc.
German (Pape)
[Seite 1065] ἡ, das Wollespinnen, die Wollspinnerei; Plat. Legg. VII, 805 e; Xen. Mem. 3, 9, 11 (s. ταλασιουργία); wahrscheinlich mit τάλαντον zusammenhangend, weil die Wolle zum Spinnen den Arbeitern zugewogen wurde; Andere denken an τάλαρος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
travail avec la laine, métier de fileuse.
Étymologie: τλῆναι.
Russian (Dvoretsky)
τᾰλᾰσία: ἡ τλῆναι шерстопрядение Plat., Xen., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
τᾰλᾰσία: ἡ, τὸ κλώθειν ἔρια, = ταλασιουργία, Πλάτ. Νόμ. 805Ε, Ξεν. Ἀπομν. 3. 9, 11, Οἰκ. 7. 41, Πλούτ., κλπ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
ταλασιουργία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ταλασία, κατά την επικρατέστερη άποψη, έχει σχηματιστεί από τον τ. τάλαντον ως εξής: τάλαντον > ταλαντία > ταλανσία (με συριστικοποίηση του -τ- προ του -ι-, πρβλ. δημόσιος < δημότιος) > ταλασία (με απλοποίηση του συμφωνικού συμπλέγματος -νσ-). Το -ατού τ. ταλ-α-σία είναι μάλλον βραχύ, αναλογικά προς το -ă- τών τ. γυμνάσια, εργασία και όχι μακρό, όπως θα αναμενόταν, ως αποτέλεσμα της αντέκτασης μετά από τη σίγηση του -ν-. Η λ. ταλασία, τέλος, αποτελεί τεχνικό όρο που απαντά και στη Μυκηναϊκή, στον τ. tarasija, με τη διαφορετική, όμως, σημ. «ζυγισμένη ποσότητα χαλκού που έχει δοθεί στους σιδηρουργούς» ή «ζυγισμένη ποσότητα μαλλιού που έχει δοθεί σε γυναίκες»].
Greek Monotonic
τᾰλᾰσία: ἡ, κλώσιμο μαλλιού, σε Ξεν. κ.λπ.
Middle Liddell
τᾰλᾰσία, ἡ,
wool-spinning, Xen., etc.
Frisk Etymology German
ταλασία: {talasía}
Forms: myk. ta-ra-si-ja?
Grammar: f.
Meaning: Wollarbeit, Wollspinnerei (Pl. Lg., X., Ph., Plu.);
Composita: Als Vorderglied in ταλασιουργός f. Wollspinnerin (Pl. Ion, Trypho ap. Ath.) mit -ικός (Pl. Plt., X.; Chantraine Études 137), -ία f. (Pl. Plt. u.a.), -έω (X., D. S., Luk.) nach δημιουργός, -ικός, -ία, -έω.
Derivative: Davon ταλάσιος (-α ἔργα) auf die Wollspinnerei bezüglich (X.), -ήϊα ἔργα (A. R., Nonn.; nach πολεμήϊα ἔργα); ταλάσια· τὰ ἔρια H.
Etymology: Als Vorbild von ταλασία hat zunächst ἐργασία gedient, vgl. Pl. Ion 540 c ἀλλ’ οἷα γυναικὶ πρέποντά ἐστιν εἰπεῖν ταλασιουργῳ̃ περὶ ἐρίων ἐργασίας. Nach ἐργάσασθαι: ἐργασία, γυμνάσασθαι: γυμνασία, δοκιμάσαι: δοκιμασία usw. (Schwyzer 469) trat zu ταλάσ(σ)αι ταλασία; ein vermittelndes *ταλάτης (Solmsen IF 31, 503 ff.) ist entbehrlich. Als (unbelegte) Bed. von ταλάσ(σ)αι kommt zunächst wiegen in Betracht wie in τάλαντα; somit wäre ταλασία eig. *’das Zuwiegen’, wie lat. pensum ‘(zugewogene) Wolle, Wollarbeit, weibliche Tagesarbeit’. Anders Solmsen a. O.: *ταλάτης eig. wer mühevolle Arbeit zu ertragen hat; vgl. russ. stradátь leiden, dial. ernten, stradá schwere Arbeit, Erntearbeit.
Page 2,848