ἀκόμπαστος
Ὥσπερ αὐτοῦ τοῦ ἡλίου μὴ ὄντος καυστικοῦ, ἀλλ' οὔσης ζωτικῆς καὶ ζωοποιοῦ θέρμης ἐν αὐτῷ καὶ ἀπλήκτου, ὁ ἀὴρ παθητικῶς δέχεται τὸ ἀπ' αὐτοῦ ϕῶς καὶ καυστικῶς· οὕτως οὖν ἁρμονίας οὔσης ἐν αὐτοῖς τινὸς καὶ ἑτέρου εἴδους ϕωνῆς ἡμεῖς παθητικῶς ἀκούομεν → Just as although the Sun itself does not cause burning but has a heat in it that is life-giving, life-engendering, and mild, the air receives light from it by being affected and burned, so also although there is a certain harmony and a different kind of voice in them, we hear it by being affected.
English (LSJ)
ον, unboastful, A.Th.538, E.Fr.872:—ἄκομπος, A. Th.554, S.Fr.210.
Spanish (DGE)
-ον
no jactancioso, no fanfarrón A.Th.538, λόγος E.Fr.872, φάτις E.Fr.873.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
sans jactance, modeste.
Étymologie: ἀ, κομπάζω.
German (Pape)
Aesch. Spt. 520, = ἄκομπος.
Russian (Dvoretsky)
ἀκόμπαστος: лишенный хвастливости Aesch., Eur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκόμπαστος: καὶ ἄκομπος, ον, ὁ μὴ κομπάζων, Αἰσχύλ. Θήβ. 538, αὐτόθι 554.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκόμπαστος, -ον) κομπάζω
αυτός που δεν κομπάζει, που δεν καυχιέται, ο μετριόφρων.
Greek Monotonic
ἀκόμπαστος: -ον (κομπάζω), αυτός που δεν κομπάζει, που δεν υπερηφανεύεται, σε Αισχύλ.