ἐχέμυθος
οὐκ ἔστι λέουσι καὶ ἀνδράσιν ὅρκια πιστά → there are no pacts between lions and men, between lions and men there are no oaths of faith, there can be no covenants between men and lions
English (LSJ)
ον, taciturn, in Sup., Suid.
German (Pape)
[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].
Greek Monotonic
ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.
Middle Liddell
ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.
Mantoulidis Etymological
(=αὐτός πού κρατάει τό μυστικό). Ἀπό τό ἔχω + μῦθος. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἔχω.