συμπεριφθείρομαι

From LSJ
Revision as of 19:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τινι" to "τινι")

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριφθείρομαι Medium diacritics: συμπεριφθείρομαι Low diacritics: συμπεριφθείρομαι Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΦΘΕΙΡΟΜΑΙ
Transliteration A: symperiphtheíromai Transliteration B: symperiphtheiromai Transliteration C: symperiftheiromai Beta Code: sumperifqei/romai

English (LSJ)

Pass., go about with any one to one's own ruin, Luc.Pseudol.18, Ath.7.289c; cf. φθείρω ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 987] pass., zu seinem eigenen od. Anderer Verderben herumgehen; Luc. Pseudol. 18; Ath. VII, 289 c.

French (Bailly abrégé)

périr avec, τινι.
Étymologie: σύν, περιφθείρομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-περιφθείρομαι tot zijn ongeluk mee rondgaan met, met dat.

Russian (Dvoretsky)

συμπεριφθείρομαι: вместе или одновременно погибать Luc.

Greek Monolingual

Α περιφθείρομαι
διαφθείρομαι κατά την συναναστροφή μου με κάποιον.

Greek Monotonic

συμπεριφθείρομαι: Παθ., περιφέρομαι με κάποιον, με αποτέλεσμα την καταστροφή μου, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριφθείρομαι: παθ., περιφέρομαι μετά τινος πρὸς ἰδίαν μου βλάβην ἢ καταστροφήν, Λουκ. Ψευδολ. 18, Ἀθήν. 289C· πρβλ. φθείρω ΙΙ.

Middle Liddell


Pass. to go about with any one to one's own ruin, Luc.