ἄτοκος
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
ον, A having never yet brought forth, Hdt.5.41, E.El. 1127; ἄ. ὑπὸ νούσου barren... Hp.Aër.3; δι' ἡλικίαν Pl.Tht.149c; of mules, Arist.APr.67a35. II not bearing interest, χρήματα Pl.Lg. 921c, cf.D.53.12, SIG330.7 (Ilium), etc.: neuter plural as adverb, PAmh. 2.50.10 (ii B. C.),al. 2 not paying interest, Arist.Oec.1350a11.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no ha parido γίνεται δὲ πάντα μᾶλλον τῇσιν ἀτόκοισιν Hp.Mul.1.62, Epid.6.7.8, τρίβων γὰρ οὐκ εἴμ', ἄ. οὖσ' ἐν τῷ πάρος E.El.1127.
2 estéril ἄτοκοι ἐκ ... ταύτης τῆς νούσου γίνονται Hp.Nat.Mul.14, cf. 21, Mul.1.63, Steril.230, ἡ προτέρη γυνὴ τὸν πρότερον χρόνον ἄ. ἐοῦσα τότε κως ἐκύησε Hdt.5.41, ταῖς δι' ἡλικίαν ἀτόκοις Pl.Tht.149c, de animales ἡμίονος ἄ. Arist.APr.67a35.
II que no produce interés del dinero τῶν ἄλλων ἀτόκων χρημάτων Pl.Lg.921c, Arist.Oec.1250a11, cf. OGI 46.6 (Halicarnaso III a.c), δραχμὰς ἀτόκους POxy.729.16 (II d.C.), de un anticipo o préstamo ἔχειν παρὰ Ζήνωνος πρόδομα ἄτοκον BGU 1262.17 (III a.C.), cf. IG 7.3172.20 (Orcómeno III a.C.)
•subst. neutr. ὅσοι ἂν προδανείσωσιν ἄτοκα OGI 46.6 (Halicarnaso III a.C.), de cantidades de trigo como pago de un arrendamiento πυροῦ ἀρτάβας ... ἀτόκους BGU 1005.3 (III a.C.)
•neutr. como adv. sin interés ἐδάνεισε ... ἄτοκον ἀργυρίου ... δραχμάς PHib.89.8 (III a.C.), ἐδάνεισεν ... δραχμὰς δισχιλίας ἄτοκα εἰς ἡμέρας τριάκοντα PAmh.50.10 (II a.C.), cf. PGrenf.1.18.13, 2.18.9 (ambos II a.C.).
German (Pape)
[Seite 387] 1) unfruchtbar, Eur. El. 1127; δι' ἡλικίαν Plat. Theaet. 149 c; noch nicht geboren habend, Ath. IX, 375 b; Her. 5, 41. – 2) ohne Zinsen, χρήματα Plat. Legg. XI, 991 c u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui n'a pas encore enfanté;
2 qui n'enfante pas, stérile ; qui ne produit pas d'intérêts.
Étymologie: ἀ, τίκτω.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄτοκος, -ον) τόκος
Ι. 1. ανίκανος για τεκνοποίηση, στείρος
2. αυτός που δεν έχει τεκνοποιήσει ακόμη
3. (για χρηματικά ποσά) εκείνος που δεν αποφέρει τόκο
αρχ.
όποιος δεν καταβάλλει τόκους στον δανειστή
II. επίρρ. άτοκα (AM ἀτόκως, Α και ἀτοκί και -κεί)
χωρίς τόκο.
Greek Monotonic
ἄτοκος:I. αυτός που δεν έχει γεννήσει ποτέ μέχρι τώρα, αυτός που ποτέ δεν είχε παιδί, σε Ξεν.
II. αυτός που δεν αποφέρει τόκο, χρήματα, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄτοκος:
1 никогда не рожавшая (γυνή Her., Eur.);
2 бесплодная (δι᾽ ἡλικίαν Plat.);
3 не приносящий процентов (χρήματα Plat., Arst., Dem.).
Middle Liddell
I. having never yet brought forth, never having had a child, Hdt., Eur.
II. not bearing interest, Plat.
Translations
childless
Azerbaijani: sonsuz, övladsız, oğul-uşaqsız; Belarusian: бяздзетны; Bulgarian: бездетен; Catalan: sense fills; Chinese Mandarin: 沒有兒女的, 没有儿女的, 無子女的, 无子女的, 無兒無女的, 无儿无女的; Czech: bezdětný; Danish: barnløs; Dutch: kinderloos; Esperanto: seninfana; Finnish: lapseton; French: sans enfants; German: kinderlos; Gothic: 𐌿𐌽𐌱𐌰𐍂𐌽𐌰𐌷𐍃; Ancient Greek: ἄτεκνος, ἄπαις, ἄτοκος; Hungarian: gyermektelen; Interlingua: sin infantes; Irish: gan chlann, gan chúram, gan leanbh; Japanese: 子供のいない; Kurdish Northern Kurdish: bêzarok; Lithuanian: bevaikis; Macedonian: бездетен; Maori: huatea, huamutu; Middle English: childles, barnles; Norwegian Bokmål: barnløs, barnlaus; Nynorsk: barnlaus; Old English: bearnlēas; Polish: bezdzietny, bezpotomny; Portuguese: sem filhos; Russian: бездетный; Slovak: bezdetný; Spanish: sin hijos; Swedish: barnlös; Turkish: çocuksuz; Ukrainian: безді́тний