ἐπικληρόω
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
Dor. ἐπικλᾱρόω,
A assign by lot, τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς D.21.13; ἐ. ταῖς ἀρχαῖς τὰ δικαστήρια Arist.Ath.59.5; τὰς διαίτας ib. 53.5; εἰς τὰς φυλὰς τὰ ὀνόματα OGI229.52 (Smyrna, iii B.C.); τινὰ ἐπὶ φυλὴν καὶ χιλιαστὺν καὶ ἑκατοστὺν καὶ γένος Supp.Epigr.1.352.19 (Samos, iv B.C.); ἐπικληρόω τινά c. inf., appoint one to do, Call.Dian.23:— Pass., ἐπικληροῦμαι = to be assigned by lot, τῷ μορίῳ ἑκάστῳ Pl.Lg.760b, Inscr.Prien. 37.103; τῶν δικαστηρίων ἐπικεκληρωμένων having been settled by lot, D. 37.39.
2. have assigned one by lot, ἔθνος D.C.37.50.
German (Pape)
[Seite 950] durchs Loos zutheilen; φυλὴ μία τῷ μορίῳ ἑκάστῳ ἐπικληρωθεῖσα Plat. Legg. VI, 760 b; τοῖς χοροῖς τοὺς αὐλητάς Dem. 21, 13, öfter, wie Sp., ἐπὶ θανάτῳ τινάς, durchs Loos zum Tode bestimmen, decimiren, D. Cass. 41, 35; τὸ ἔθνος, ὃ ἐπεκεκλήρωτο, die Provinz, die er erloos't hatte, 37, 50.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
adjuger par la voie du sort, assigner par la voie du sort ou désigner par la voie du sort.
Étymologie: ἐπί, κληρόω.
Greek Monotonic
ἐπικληρόω: Δωρ. ἐπικλᾱρόω, μέλ. -ώσω, απονέμω κάτι σε κάποιον με κλήρο, τί τινι, σε Δημ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικληρόω: назначать согласно жребию или присуждать согласно жребию (τινι Plat., Dem., Arst.).