χρυσόπαστος
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
English (LSJ)
ον, also α, ον Alc.Fr.90 Lobel: (πάσσω):—shot with gold, κυνία l. c.; χ. τιήρης a turban of gold tissue, Hdt.8.120; τὰ χ. ἕσθλα (Wilamowitz for ἐσθλά) A.Ag.776 (lyr.); χ. κόσμος D.50.34; ταῖς ξυστίσιν ταῖς χ. Eub.134; μίτρα Duris 14J.; ἐσθής Luc.Ind.8; opp. χρυσήλατος, Iamb.post Polem.p.50 Hinck.
German (Pape)
[Seite 1381] mit Golde geschmückt, gestickt; Aesch. Ag. 752; τιάρα Her. 8, 120; κόσμος Dem. 50, 34; σκιάς Plut. Anton. 26 u. Luc.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
parsemé, constellé, tacheté ou brodé d'or.
Étymologie: χρυσός, πάσσω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσόπαστος: (рас)шитый или отделанный золотом (τιήρης Her.; ἔδεθλα - v.l. ἐσθλά Aesch.; κόσμος Dem.; ἁλουργίς, νεβρίς Plut.; ἐσθής Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσόπαστος: -ον, χρυσῷ πεπασμένος, κεκοσμημένος μὲ χρυσόν, κεχρυσωμένος, ἐπίχρυσος, χρ. τιήρης, τιάρα ἐξ ὑφάσματος χρυσοϋφάντου, Ἡρόδ. 8. 120· τὰ χρ. ἔδεθλα (ὡς ὁ Aurat ἀντὶ ἐσθλὰ) Αἰσχύλ. Ἀγ. 760· χρ. κόσμος Δημ. 1217. 20· ταῖς ξυστίσιν ταῖς χρ. Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 19· ἐσθὴς Λουκ. πρὸς Ἀπαίδ. 8· μετὰ τοῦ χρυσήλατος, οὐδὲν οὐδὲ τούτων ἐστίν, ὃ μὴ χρυσήλατόν ἐστιν ἢ χρυσόπαστον Ἀδριανοῦ Μελέται ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 1. σ. 532.
Greek Monolingual
-ον, ΜΑ, θηλ. και χρυσοπάστα Α
διακοσμημένος, κεντημένος με χρυσό («ἐσθῆτα χρυσόπαστον ποιησάμενος», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -παστος (< παστός < πάσσω «υφαίνω, κεντώ»), πρβλ. ἀργυρόπαστος].
Greek Monotonic
χρῡσόπαστος: -ον, στολισμένος με χρυσό, επίχρυσος, λέγεται για χρυσό ύφασμα, σε Αισχύλ.