νεούτατος
οἱ τοῖς πέλας ἐπιβουλεύοντες, λανθάνουσι πολλὰκις ὑφ' ἑτέρων τοῦτ' αὐτὸ πάσχοντες → when people plot against their neighbours, they fall victim to the same sort of plot themselves
English (LSJ)
ον, (οὐτάω) lately wounded, ἄλλον… νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Il.18.536, cf. 13.539, Hes. Sc.253.
German (Pape)
[Seite 245] neuerdings, frisch verwundet; Il. 15, 539. 18, 536; Hes. Sc. 157. 253.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
nouvellement blessé.
Étymologie: νέος, οὐτάω.
Russian (Dvoretsky)
νεούτᾰτος: недавно раненный, со свежей раной Hom., Hes.
Greek (Liddell-Scott)
νεούτᾰτος: -ον, (οὐτάω) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.
English (Autenrieth)
(οὐτάω): lately wounded. (Il.)
Greek Monolingual
νεούτατος, -ον (Α)
αυτός που τραυματίστηκε πρόσφατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + οὐτάω «χτυπώ με όπλο, τραυματίζω» (πρβλ. ανούτατος)].
Greek Monotonic
νεούτᾰτος: -ον (οὐτάω), πρόσφατα πληγωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.