τρυγόνα
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
Greek Monolingual
η / τρυγών, -όνος, ΝΜΑ, και λόγιος τ. τρυγών Ν
1. το πτηνό τρυγόνι
2. κοινή σήμερα ονομασία τών ευρέως διαδεδομένων σελάχιων χονδροϊχθύων του γένους δασυάτις της οικογένειας δασυατίδες, τα οποία χαρακτηρίζονται από τις δηλητηριώδεις άκανθες της ουράς τους
νεοελλ.
(μόνον ο τ. τρυγόνα)
1. το θηλυκό τρυγόνι
2. μτφ. θωπευτική προσφώνηση γυναίκας
αρχ.
1. άγνωστο είδος ωοτόκου ζώου
2. παροιμ. «τρυγόνος λαλίστερος»
α) λέγεται για πολύ φλύαρο άνθρωπο
β) (κατά το λεξ. Σούδα) «πονηρὰ κατὰ τρυγόνα ψάλλεις
ἐπὶ τῶν μαχθηρῶς καὶ ἐπιπόνως ζώντων. Καὶ γὰρ ἡ τρυγών, ἐπειδὰν πεινᾷ, τότε μάλιστα ψάλλει».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματικός τ. σχηματισμένος παρλλ. προς το ρ. τρύζω (βλ. λ. τρύζω) με επίθημα -ών, που απαντά και σε άλλες ονομασίες πτηνών (πρβλ. ἀηδών, ἀλκυών). Η λ. τρυγών χρησιμοποιήθηκε και για να δηλώσει ένα είδος ψαριού, κατά μία άποψη λόγω του χαρακτηριστικού ήχου που παράγει το ψάρι αυτό όταν βγαίνει από το νερό. Κατ' άλλη άποψη, όμως, το δηλητηριώδες και επικίνδυνο αυτό ψάρι ονομάστηκε έτσι κατ' ευφημισμόν].