τρίσπονδος

From LSJ
Revision as of 11:50, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίσπονδος Medium diacritics: τρίσπονδος Low diacritics: τρίσπονδος Capitals: ΤΡΙΣΠΟΝΔΟΣ
Transliteration A: tríspondos Transliteration B: trispondos Transliteration C: trispondos Beta Code: tri/spondos

English (LSJ)

ον, thrice-poured, τρίσπονδοι χοαί = a triple drink offering to the dead, of honey, milk, and wine, S.Ant.431.

German (Pape)

[Seite 1148] dreifach gespendet, χοαὶ τρίσπονδοι, die Todtenopfer, wobei Honig, Milch u. Wein gespendet wurde, Soph. Ant. 427. – Uebtr., τρίσπονδος αἰών, ein Leben mit vielen Spenden, oder unter Gelagen hingebrachtes Leben, s. τριτόσπονδος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois libations ; τρίσπονδοι χοαί SOPH libation d'un triple mélange, càd de lait, de miel et de vin.
Étymologie: τρεῖς, σπονδή.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίσπονδος -ον [τρι-, σπένδω] drie maal geplengd.

Russian (Dvoretsky)

τρίσπονδος: (о возлиянии) троякий, тройной: τρίσπονδοι χοαί Soph. тройные возлияния (из меда, молока и вина).

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «τρίσπονδοι χοαί» — τριπλή νεκρική σπονδή από μέλι, γάλα και κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -σπονδος (< σπονδή), πρβλ. ἡμίσπονδος].

Greek Monotonic

τρίσπονδος: -ον (σπονδή), αυτός που έχει χυθεί τρεις φορές για σπονδή, τρίσπονδαι χοαί, τριπλή σπονδή προς τιμή των νεκρών από μέλι, γάλα και κρασί, σε Σοφ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίσπονδος: -ον, ὁ τρὶς χυθεὶς ἐν εἴδει σπονδῆς, τρ. χοαί, τριπλῆ σπονδὴ εἰς τιμὴν τῶν νεκρῶν, ἐκ μέλιτος, γάλακτος καὶ οἴνου, χοαῖσι τρισπόνδοις τὸν νέκυν στέφει Σοφ. Ἀντ. 431, πρβλ. Ὀδ. Λ. 26.

Middle Liddell

τρί-σπονδος, ον, σπονδή
thrice-poured, τρ. χοαί a triple drink-offering, of honey, milk, and wine, Soph.