νεανίευμα
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
English (LSJ)
ατος, τό, youthful, i.e. spirited or (in bad sense) wanton, act or word, Pl.R.390a, Luc. Herm.33, etc.; of an argument, bold attempt, Simp.in Ph.1169.9.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
action ou propos de jeune homme, trait d'audace, d'imprudence.
Étymologie: νεανιεύομαι.
German (Pape)
[εᾱ], τό, jugendliches Betragen, eine mutwillige, leichtsinnige, jugendlich übereilte Tat, Plat. Rep. III.390a und Sp., wie Luc. Hermot. 33.
Russian (Dvoretsky)
νεᾱνίευμα: ατος τό юношеская выходка, юношеский задор, мальчишество Plat., Luc.
Greek (Liddell-Scott)
νεᾱνίευμα: τό, νεανική, δηλ. εὔτολμος ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ἀπερίσκεπτος πρᾶξις ἢ λόγος τοιοῦτος, Πλάτ. Πολ. 390Α, Λυσ. παρὰ Πολυδ. Β΄, 2, Λουκ., κλ.
Greek Monolingual
το (ΑΜ νεανίευμα) νεανιεύομαι
(με κακή σημ.) νεανικός τρόπος συμπεριφοράς, απερίσκεπτη πράξη.
Greek Monotonic
νεᾱνίευμα: -ατος, τό, νεανική, δηλ. τολμηρή ή (με αρνητική σημασία) απερίσκεπτη ενέργεια ή απερίσκεπτος λόγος, σε Πλάτ. κ.λπ.
Middle Liddell
νεᾱνίευμα, ατος, τό,
a youthful, i. e. a spirited or (in bad sense) a wanton act or word, Plat., etc. [from νεᾱνῐεύομαι]