πελειάς
Μηδέποτε πειρῶ δύο φίλων εἶναι κριτής → Ne recipe amicos inter arbitrium duos → Versuche nie, zu schlichten zweier Freunde Streit
English (LSJ)
άδος, ἡ, = πέλεια (dove, pigeon) 1, mostly in plural, Il.11.634, Hdt.2.55, A. Supp.223, E.Andr. 1140, etc.;
A τρήρωσι πελειάσιν… ὁμοῖαι Il.5.778; Ep. dat. πεληϊάδεσσι Opp. C.1.351: in sg., Hdt. l. c., S. OC 1081 (lyr.): distinguished from περιστερά, Arist. HA 544b2, 597b3; but used for περιστερά by Sophr. ap. Ath.9.394d, Hp. Mul.2.110, 189.
2 an Indian fruit pigeon, Crocopus chlorogaster, Ael. NA 16.2.
II = πέλεια ΙΙ, Hdt. 2.55,57, S. Tr.172.
III Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες (q.v.).
German (Pape)
[Seite 550] ἡ, = πέλεια; Il., wo aber nur der plur. vorkommt, τρήρωσι πελειάσιν ἴθμαθ' ὁμοῖαι, 5, 778. 11, 633; ἑσμὸς ὡς πελειάδων, Aesch. Suppl. 220; Spt. 276; ἀελλαία ταχύῤῥωστος, Soph. O. C. 1083; Trach. 171; Eur. Andr. 1141; u. in Prosa, Her. 2, 55 u. Sp.; von περιστερά unterschieden, Arist. H. A. 5, 13; vgl. Ath. IX, 394. Vgl. auch nom. pr.
French (Bailly abrégé)
άδος (ἡ) :
c. πέλεια.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πελειάς -άδος, ἡ [~ πέλεια] duif; naam van priesteressen in Dodona; Soph. Tr. 172; αἱ Πελειάδες = αἱ Πλειάδες de Pleiaden (het sterrenbeeld Zevengesternte).
Russian (Dvoretsky)
πελειάς: άδος (ᾰδ) ἡ Hom., Her., Trag. = πέλεια.
Greek (Liddell-Scott)
πελειάς: -άδος, ἡ, = πέλεια, ἀλλὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἰλ. Λ. 634, κτλ.˙ τρήρωσι … πελειάσιν ὁμοῖαι Ε. 778˙ Ἐπικ. δοτ. πεληιάδεσσι Ὀππ. Κ. 1. 350˙ ὡσαύτως παρ’ Ἡρόδ. 2. 55, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 223, κτλ.˙ ἐν τῷ ἑνικ., Σοφ. Ο.Κ. 1081, Εὐρ. Ἀνδρ. 1140˙ ― διακρίνεται δὲ ἡ πελειὰς τῆς περιστερᾶς ἐκ τοῦ τρόπου ἐπῳάζειν καὶ ἀνατρέφειν τοὺς νεοσσοὺς καὶ ἐκ τῶν ἀποδημητικῶν αὐτῆς ἕξεων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 13. 3., 8. 12˙ ἀλλ’ ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ περιστερὰ παρὰ τοῖς Δωριεῦσι, π. χ. παρὰ τῷ Σώφρονι ἐν Ἀθην. 394D· καὶ παρὰ τοῖς Ἴωσιν, Ἱππ. 638. 8., 667. 3 (ἔνθα ἡ γραφ. πελιὰς φαίνεται ἐσφαλμ.). ΙΙ. πρβλ. τοῦ προηγ. ΙΙ. ΙΙΙ. Πελειάδες, αἱ, = Πλειάδες, ὃ ἴδε.
English (Autenrieth)
άδος:=πέλεια, only pl. (Il.)
Greek Monolingual
και πελιάς, επικ. τ. πεληϊάς, -άδος, ἡ, Α
1. το αγριοπερίστερο
2. είδος πτηνού το οποίο ο Αριστοτέλης διακρίνει από το αγριοπερίστερο
3. το περιστέρι
4. (στην Ινδία) το πτηνό κροκόπους ο χλωρογάστωρ
5. στον πληθ. αἱ πελειάδες
οι προφήτιδες ιέρειες της Δωδώνης
6. (στον πληθ. ως κύριο όν.) αἱ Πελειάδες
οι Πλειάδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του πέλεια με επίθημα -άς, -άδος].
Greek Monotonic
πελειάς: -άδος, ἡ,
I. = πέλεια, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ.
II. = το προηγ. II, σε Σοφ.
Middle Liddell
πελειάς, άδος,
I. = πέλεια, Il., Hdt., Trag.
II. = πέλεια II, Soph.