ἀλιτήμων

From LSJ
Revision as of 09:14, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἡμῶν δ' ὅσα καὶ τὰ σώματ' ἐστὶ τὸν ἀριθμὸν καθ' ἑνός, τοσούτους ἔστι καὶ τρόπους ἰδεῖνwhatever number of persons there are, the same will be found the number of minds and of characters

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλιτήμων Medium diacritics: ἀλιτήμων Low diacritics: αλιτήμων Capitals: ΑΛΙΤΗΜΩΝ
Transliteration A: alitḗmōn Transliteration B: alitēmōn Transliteration C: alitimon Beta Code: a)lith/mwn

English (LSJ)

ἀλιτήμον, gen. ονος, (> ἀλιτεῖν) = ἀλιτήριος (sinning against, offending against, guilty, avenging spirit, sinful), Il. 24.157, 186, Call. Dian. 123, ARh. 4.1057.

Spanish (DGE)

(ἀλῐτήμων) -ον
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [gen. -ονος]
impío, que no tiene consideración para las leyes religiosas οὔτ' ἀ., ἀλλὰ ... ἱκέτεω περιδήσεται ἀνδρός de Aquiles Il.24.157, 186
de acciones περὶ ξείνους ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Call.Dian.123, δίκη A.R.4.1057, βροτέην δ' ἀλιτήμονα ῥήξατο φωνήν Nonn.D.44.72, cf. Max.576.

German (Pape)

[Seite 99] ονος, sündhaft, subst. Frevler, Hom. zweimal, Il. 24, 157. 186; neutr. ἀλιτήμονα πολλὰ τέλεσκον Callim. Dian. 123; sp. D.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
coupable.
Étymologie: ἀλιταίνω.

Russian (Dvoretsky)

ἀλῐτήμων: 2, gen. ονος (ᾰ) грешный, нечестивый Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλῐτήμων: -ον, γεν. ονος (ἀλιτεῖν) = τῷ ἑπομ., Ἰλ. Ω. 157, 186, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 123.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλιταίνω): sinning against, offending.

Greek Monolingual

ἀλιτήμων (-ονος), -ον (Α)
1. αμαρτωλός, ανόσιος, αλιτήριος
2. απρόσιτος σε παρακλήσεις, αδυσώπητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλιτ-, θ. αορ. β΄ (ἤλιτον) του ρημ. ἀλιταίνω, με επαύξηση -η-.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλιτημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλῐτήμων: -ον, = το επόμ., σε Ομήρ. Ιλ.