ξυλοδωνίη
From LSJ
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
(leg. ξυλοδομίη)· τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις, Hsch.
Greek Monolingual
ξυλοδωνίη και δ. γρφ. ξυλοδομίη, ἡ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «τεκτοσύνη, ναυπήγησις, κωπηλασία, κυβέρνησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + δέμω / δωμῶ].